Αναμφισβήτητα, μια από τις μεγαλύτερες αλλαγές που επέφερε η εναρμόνιση της Νομοθεσίας μας με το Ευρωπαϊκό κεκτημένο, είναι οι αλλαγές που εισήχθησαν σχετικά με τη διαχείριση των αποβλήτων. Και από τις αλλαγές αυτές, η πιο καινοτόμα και η πιο ανατρεπτική είναι η εισαγωγή της «Ευθύνης Παραγωγού» (ΕΠ) για συγκεκριμένα ρεύματα αποβλήτων. Η ΕΠ έχει τη ρίζα της ως ιδέα στην γενική αρχή που διέπει την ευρωπαϊκή νομοθεσία για τα απόβλητα, την αρχή δηλαδή του «ο ρυπαίνων πληρώνει».
Με απλά λόγια αυτό που εισάγει η ΕΠ, είναι η υποχρέωση των φυσικών η νομικών προσώπων που τοποθετούν συγκεκριμένα προϊόντα (πωλούν δηλαδή) σε μια αγορά (μια εθνική περιοχή), να φροντίσουν να διαχειριστούν αυτά τα προϊόντα όταν αυτά γίνουν απόβλητα. Παραγωγός είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που είτε παράγει είτε εισάγει και διαθέτει σε μια αγορά προϊόντα τα οποία καλύπτονται από την νομοθεσία με ΕΠ.
Η εφαρμογή της ΕΠ σε Ευρωπαϊκό επίπεδο άρχισε το 1994 με την εφαρμογή της οδηγίας 94/62/ΕΚ για τη διαχείριση των αποβλήτων συσκευασίας. Υπήρχε φυσικά ως ιδέα και ως νομοθεσία από πιο παλιά σε μερικά από τα παλιά κράτη μέλη, αλλά για πρώτη φορά έγινε μέρος της Κοινοτικής νομοθεσίας το 1994.
Ακολούθησε στη συνέχεια η εφαρμογή της ΕΠ σε Κοινοτικό επίπεδο σε δύο φάσεις σε άλλα δύο ρεύματα αποβλήτων, στα Ηλεκτρικά και Ηλεκτρονικά Απόβλητα, και πολύ πρόσφατα στις Ηλεκτρικές Στήλες και Συσσωρευτές (τις μπαταρίες δηλαδή).
Η γενική πρακτική των συγκεκριμένων οδηγιών είναι να καθορίζουν συγκεκριμένα ποσοστά ανάκτησης και ανακύκλωσης της κάθε κατηγορίας αποβλήτων, με συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα επίτευξης των στόχων, με κύριο υπόχρεο για την επίτευξη τους του Παραγωγούς. Υπάρχει φυσικά μια αλυσίδα ευθυνών όλων των οικονομικών παραγόντων (όπως λέγονται στην νομοθεσία) που εμπλέκονται στην κυκλοφορία ενός προϊόντος στην αγορά (Παραγωγός, διακινητής, τοπική αρχή, κράτος, πολίτης) οι οποίοι έχουν το δικό τους μερίδιο ευθύνης για την διαχείριση των αποβλήτων, αλλά την κύρια ευθύνη την έχει ο Παραγωγός. Παρά το γεγονός ότι υπάρχουν διάφορες εκδοχές ως προς την εφαρμογή της ΕΠ κυρίως λόγω των ειδικών συνθηκών σε κάθε χώρα μέλος, η γενική πρακτική είναι συνδεδεμένη με τη χρηματοδότηση εκ μέρους του Παραγωγού τους μεγαλύτερου μέρους του κόστους της συλλογής, μεταφοράς, και επεξεργασίας των αποβλήτων, καθώς και της επικοινωνίας και διαφώτισης του κοινού για τα σχετικά προγράμματα αξιοποίησης των υλικών.
Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, σε ευρωπαϊκό επίπεδο μέχρι σήμερα η ΕΠ εφαρμόζεται σε τρία ρεύματα αποβλήτων. Σε πολλές όμως χώρες της Ευρώπης υπάρχει ήδη η έννοια και η πρακτική της Διευρυμένης Ευθύνης Παραγωγού (ΔΕΠ), πράγμα που σημαίνει ότι σε εθνικό επίπεδο κάποιες χώρες μέλη έχουν δημιουργήσει ΕΠ και σε άλλα ρεύματα αποβλήτων από αυτά που καθορίζει η Κοινοτική νομοθεσία. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι σε αρκετές χώρες υπάρχει ΕΠ και στο τυπωμένο χαρτί (εφημερίδες, περιοδικά, διαφημιστικό υλικό, βιβλία κτλ.), στη Γαλλία πέραν από το τυπωμένο χαρτί καλύπτονται με ΕΠ και τα χρησιμοποιημένα ελαστικά και πρόσφατα ο ρουχισμός και τα υφάσματα, στο Βέλγιο συνολικά 11 ρεύματα καλύπτονται από ΔΕΠ, στη Βουλγαρία τα ελαστικά και τα χρησιμοποιημένα ορυκτέλαια (λάδια αυτοκινήτων και μηχανών), στην Ελλάδα τα ελαστικά κτλ.
Τι αποδεικνύουν οι πιο πάνω εξελίξεις; Ότι η ΕΠ αντικρίζεται θετικά ως θεσμός στις πλείστες χώρες μέλη, ότι η εφαρμογή της είχε θετικά αποτελέσματα στα ρεύματα που κάλυψε αρχικά και ότι θεωρείται ευεργετική η υιοθέτηση της και σε άλλα ρεύματα αποβλήτων. Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει με σιγουριά πως θα εξελιχθεί η εφαρμογή της ΕΠ σε κοινοτικό επίπεδο, αφού εκεί διαμορφώνονται πολιτικές εξ’ ανάγκης μέσα από τη συναίνεση πολλών ενδιαφερομένων με αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα πολλές φορές, αλλά το κλίμα είναι μάλλον πιο θετικό ως προς της διεύρυνση της ΕΠ παρά το αντίθετο.
Αυτοί που υποστηρίζουν την ΕΠ και τη διεύρυνση της, θεωρούν μεταξύ των άλλων ότι ένα από τα κύρια πλεονεκτήματα της εφαρμογής της, είναι το γεγονός ότι αποτελεί ένα δικαιότερο σύστημα κατανομής του κόστους διαχείρισης των αποβλήτων στον καταναλωτή, αφού πλέον η χρέωση σχετίζεται άμεσα με την κατανάλωση των προϊόντων (pay as you consume όπως αποκαλείται). Και εξηγούμαι: με το υπάρχων σύστημα της φορολογίας των αποβλήτων, όλοι οι καταναλωτές πληρώνουν ένα σταθερό τέλος στην τοπική αρχή η οποία συλλέγει και μεταφέρει τα απόβλητα στη χωματερή. Που πάει όμως η έννοια του δικαίου όταν το ίδιο τέλος πληρώνει ένα νοικοκυριό που έχει μόνο μια τηλεόραση (για να δώσουμε μόνο ένα παράδειγμα), με ένα νοικοκυριό που έχει τέσσερις τηλεοράσεις; Κατά κανόνα, το δεύτερο νοικοκυριό θα παράξει σταδιακά τετραπλάσια απόβλητα συσκευών τηλεόρασης από το πρώτο. Και όμως με το παρόν σύστημα καταβάλλουν μέσω της φορολογίας το ίδιο κόστος διαχείρισης. Με την εφαρμογή της ΕΠ, το τέλος της διαχείρισης εφαρμόζεται στην τιμή της κάθε συσκευής, έχει άμεση σχέση με τον τύπο της συσκευής και πληρώνεται από τον καταναλωτή με την αγορά του προϊόντος. Άρα στο παράδειγμα μας πιο πάνω, με την εφαρμογή της ΕΠ το κάθε νοικοκυριό θα πλήρωνε στην κάθε συσκευή που αγόραζε το τέλος διαχείρισης για τη συγκεκριμένη συσκευή, με αποτέλεσμα το δεύτερο νοικοκυριό να πλήρωνε τετραπλάσιο τέλος σε σχέση με το πρώτο. Αναμφισβήτητα, αυτό καθίσταται πολύ πιο δίκαιο για τον πολίτη από ότι σημερινή ισοπεδωτική πρακτική.
Δεν υπάρχουν φυσικά μόνο υποστηρικτές της ΕΠ ή της ΔΕΠ, αλλά υπάρχουν και αυτοί που βλέπουν κριτικά την εφαρμογή της ειδικά σε χώρες με προχωρημένες περιβαλλοντικές πρακτικές, με συστήματα που ήδη δουλεύουν και αποδίδουν χωρίς να υπάρχει ΕΠ. Αυτό θα έλεγα ότι παρατηρείται κυρίως στις σκανδιναβικές χώρες όπου υπήρχαν επιτυχημένα συστήματα διαχείρισης των διαφόρων ρευμάτων αποβλήτων πριν υπάρξει καν Κοινοτική νομοθεσία για αυτά τα θέματα. Τα συστήματα αυτά ήταν σχεδόν πάντα κάτω από τη διαχείριση των τοπικών αρχών και τα αποτελέσματα τους ήταν πολύ ικανοποιητικά, κυρίως γιατί οι κοινωνίες αυτές έχουν πολύ ψηλό αίσθημα ευθύνης για το περιβάλλον και θεωρούν υποχρέωση τους να το προστατεύουν με το διαχωρισμό των αποβλήτων τους και τη συμμετοχή στα προγράμματα διαχείρισης των διαφόρων ρευμάτων αποβλήτων. Το κόστος μάλιστα αυτών των συστημάτων, είναι αρκετές φορές λόγω καλής οργάνωσης των τοπικών αρχών και της συνεργασίας τους και με τον ιδιωτικό τομέα στην παροχή υπηρεσιών, πολύ ανταγωνιστικό και επωφελές για τον πολίτη. Στις χώρες αυτές, η εφαρμογή της ΕΠ μπορεί τελικά να αυξήσει το κόστος στον καταναλωτή για την παροχή της ίδιας υπηρεσίας. Αν αφεθεί δηλαδή το υπάρχων σύστημα να λειτουργεί ως έχει, και προστεθεί η ΕΠ, θα υπάρξει μικρή αύξηση του κόστους, αφού η οργάνωση των παραγωγών για ανάληψη της ΕΠ προϋποθέτει τη δημιουργία των δικών τους μηχανισμών για την χρηματοδότηση της διαχείρισης των αποβλήτων και για την παρακολούθηση και τις αναφορές προς τις αρχές. Αυτό δημιουργεί διαχειριστικό κόστος το οποίο προστίθεται στο υφιστάμενο κόστος του υπάρχοντος συστήματος διαχείρισης.
Αυτό φυσικά στη Σκανδιναβία. Το γίνεται όμως με τις υπόλοιπες χώρες μέλη που δεν είχαν παραδοσιακά τέτοια συστήματα, ή είχαν υποτυπώδη συστήματα με χαμηλές επιδόσεις ή/και με δυσανάλογα ψηλό κόστος; Σε τέτοιες περιπτώσεις, η εφαρμογή της ΕΠ, εφόσον αυτή προωθείται με τις σωστές παραμέτρους, μπορεί να καταστεί θετικά καταλυτική ως προς την προώθηση σωστών λύσεων για τη διαχείριση ειδικών ρευμάτων αποβλήτων. Επιπλέον, μπορεί να διασφαλίσει υπό τις πρέπουσες συνθήκες, την εφαρμογή των συστημάτων διαχείρισης ειδικών ρευμάτων αποβλήτων, σε πολύ ευνοϊκό κόστος για τον καταναλωτή. Αυτό κυρίως διασφαλίζεται με την ανάγκη που δημιουργεί η εφαρμογή της ΕΠ για αποδοτικές συνεργασίες Δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, τα γνωστά public - private partnerships (ppp). Στο θέμα όμως αυτό θα επανέλθουμε στη συνέχεια. Αυτό που μπορεί κάλλιστα να ειπωθεί για τη δική μας περιοχή της Ευρώπης, τις νότιες δηλαδή χώρες της Ευρώπης στις οποίες παραδοσιακά δεν υπήρχαν οργανωμένα συστήματα διαχείρισης συγκεκριμένων ρευμάτων αποβλήτων, είναι ότι η εφαρμογή της ΕΠ καθίσταται θετικός καταλύτης στην ανάπτυξη και εφαρμογή τέτοιων συστημάτων με ταχείς σχετικά ρυθμούς.
Σημαντικό στοιχείο για την επιτυχή και αποδοτική εφαρμογή της ΕΠ, είναι ο εξ’ αρχής καθορισμός των στόχων που καλείται να εξυπηρετήσει η εφαρμογή της. Στοχεύει δηλαδή η εφαρμογή της ΕΠ στο να σταματήσουν κάποια ρεύματα υλικών να καταλήγουν στη χωματερή; στοχεύει στο να μεταφερθεί το κόστος διαχείρισης αυτών των ρευμάτων υλικών από τις τοπικές αρχές στους Παραγωγούς; στοχεύει στο να μειωθεί το κόστος διαχείρισης των συγκεκριμένων ρευμάτων αποβλήτων; στοχεύει στο να βελτιωθεί ο σχεδιασμός των προϊόντων όσον αφορά τις περιβαλλοντικές τους επιπτώσεις ως απόβλητα; στοχεύει στο να μειωθεί το κόστος ενός προϊόντος καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του (life – cycle cost); η μήπως στοχεύει σε περισσότερο από ένα από τους πιο πάνω στόχους; Ο καθορισμός της στόχευσης έγκαιρα, βοηθά και στο ορθό σχεδιασμό των συστημάτων. Θεωρούμε πάντως ότι η εφαρμογή της ΕΠ με σωστά χαρακτηριστικά, μπορεί να εξυπηρετήσει σαφέστατα περισσότερους από ένα από τους πιο πάνω στόχους και ως εκ τούτου είναι καλό να χρησιμοποιείται και να αξιοποιείται με αυτή την προοπτική. Έτσι και αλλιώς αν η στόχευση ήταν για παράδειγμα μόνο να εκτραπούν κάποια ρεύματα αποβλήτων από τις χωματερές, τότε αυτό θα μπορούσε να διασφαλιστεί και με άλλα εργαλεία όπως για παράδειγμα η απαγόρευση από τις αρχές της απόρριψης αυτών των υλικών στις χωματερές, η με επιβολή ψηλής φορολογίας στην απόρριψη αυτών των υλικών στις χωματερές. Πολύ πιθανόν μάλιστα οι λύσεις αυτές να ήταν και φθηνότερες επιλογές για τον καταναλωτή. Η επιλογή όμως της εφαρμογής της ΕΠ τεκμηριώνεται από τη δυνατότητα που έχει η σωστή εφαρμογή της να εξυπηρετήσει περισσότερους στόχους. Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα η ΕΠ χρησιμοποιείται ακόμη και για την πρόληψη της παραγωγής αποβλήτων (prevention) μέσα από συγκεκριμένα προγράμματα με στόχους που δεσμεύουν τους Παραγωγούς και επηρεάζουν και το σχεδιασμό των προϊόντων.
Πως εφαρμόζεται όμως η ΕΠ; Σύμφωνα και με τη νομοθεσία, η ΕΠ μπορεί να αναληφθεί από μια επιχείρηση είτε ατομικά με ατομικά συστήματα συμμόρφωσης, είτε ομαδικά με συμμετοχή σε συλλογικά συστήματα συμμόρφωσης. Η σημαντική διαφορά μεταξύ των δύο επιλογών, είναι ότι στα ατομικά συστήματα η επιχείρηση πρέπει ανακτήσει και να αξιοποιήσει τεκμηριωμένα τα δικά της προϊόντα στο τέλος της ζωής τους, ενώ τα συλλογικά συστήματα υποχρεούνται να διαχειριστούν συνολικές ποσότητες αποβλήτων χωρίς να παίζει ρόλο η ταυτότητα των προϊόντων. Η πρακτική σε όλη την Ευρώπη είναι να προτιμούνται κατά κόρον τα συλλογικά συστήματα. Πολλών δε χωρών η νομοθεσία, καθιστά σχεδόν αποτρεπτικά δύσκολη την εφαρμογή ατομικών συστημάτων συμμόρφωσης, κυρίως λόγω τις δυσκολίας των αρχών να ελέγχουν τέτοια συστήματα και του φόβου για την αποτυχία τους.
Στα συλλογικά συστήματα, πολλές επιχειρήσεις Παραγωγοί των υπό στόχευση προϊόντων, δημιουργούν ένα οργανισμό (συνήθως μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα), ο οποίος τις εκπροσωπεί συλλογικά και διασφαλίζει τη διαχείριση του συγκεκριμένου ρεύματος αποβλήτων με βάση τις πρόνοιες της νομοθεσίας. Ο οργανισμός σχεδιάζει σε μεγάλο βαθμό και κοστολογεί τα αναγκαία συστήματα διαχείρισης και φροντίζει να αδειοδοτηθούν από τις αρμόδιες κρατικές αρχές. Μετά την αδειοδότηση, έχει την ευθύνη να εφαρμοστούν οι σχεδιασμοί σε συνεργασία με τις τοπικές αρχές, τον ιδιωτικό τομέα και τις κρατικές αρχές. Ένα σημαντικό μέρος του ρόλου των συστημάτων είναι και η ενημέρωση και η ευαισθητοποίηση του κοινού ώστε να συμμετέχει στα προγράμματα διαχείρισης των αποβλήτων αφού σε μεγάλο βαθμό τα συστήματα βασίζονται στη διαλογή των αποβλήτων στο επίπεδο του νοικοκυριού, δηλαδή από τον πολίτη (διαλογή στην πηγή). Με βάση τους οικονομικούς σχεδιασμούς του συστήματος, οι συμμετέχοντες Παραγωγοί έχουν ευθύνη να καταβάλλουν τέλη προς το σύστημα ανάλογα με τις ποσότητες προϊόντων που ο καθένας τοποθετεί στην αγορά. Άρα η κατανομή του κόστους του συστήματος στους παραγωγούς με βάση την ποσότητα των προϊόντων που τοποθετούν στην αγορά, εισάγει και εδώ την έννοια του δικαίου αφού όποιος διαθέτει στην αγορά περισσότερα προϊόντα χρεώνεται περισσότερο.
Για να επανέλθουμε όμως στη συζήτηση για το συνολικό κόστος της εφαρμογής της ΕΠ, πρέπει να επικεντρωθούμε στον τρόπο που εφαρμόζεται η ΕΠ σε μια χώρα και στις άλλες απαραίτητες προϋποθέσεις που πρέπει να ισχύσουν για να εφαρμοστεί η ΕΠ αποδοτικά και παραγωγικά για τους πολίτες μιας χώρας. Όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, η εφαρμογή της ΕΠ σε μια καθ’ όλα οργανωμένη κοινωνία με υφιστάμενα συστήματα διαχείρισης αποβλήτων, μπορεί δυνητικά να σημαίνει τελικά ψηλότερο κόστος για τον καταναλωτή, αφού η οργάνωση και λειτουργία των απαραίτητων συλλογικών συστημάτων των Παραγωγών έχει εκ των πραγμάτων κάποιο διαχειριστικό κόστος. Το ίδιο όμως μπορεί να συμβεί και σε μια χώρα που δεν έχει υφιστάμενα συστήματα αν το κράτος επιχειρήσει να εμπλακεί και να καθορίσει πλήρως τον τρόπο που θα οργανωθεί η διαχείριση των ειδικών ρευμάτων αποβλήτων που καλύπτονται με βάση την ευρωπαϊκή νομοθεσία με ΕΠ. Σε μια τέτοια περίπτωση, η εφαρμογή της ΕΠ περιορίζεται μόνο σε ρόλο κατανομής ενός προδιαγεγραμμένου κόστους (αφού εν πολλοίς το καθορίζει το κράτος με τις αποφάσεις του) μεταξύ των Παραγωγών και η μετακύλιση του στους πολίτες μέσω των τιμών των προϊόντων που καταναλώνουν και όχι μέσω της φορολογίας. Αυτό όμως εκ των πραγμάτων είναι σημαντικά περιοριστικό αφού όπως εξηγήσαμε και πιο πριν η ΕΠ μπορεί να εξυπηρετήσει και πολλούς άλλους χρήσιμους στόχους.
Και στις δύο πιο πάνω περιπτώσεις, η σημαντική παράμετρος που παραβλέπεται είναι το γεγονός ότι για την αποδοτική εφαρμογή της ΕΠ πρέπει απαραίτητα να λειτουργήσουν και οι αναγκαίες συνεργασίες δημοσίου και ιδιωτικού τομέα (public private partnerships) που δημιουργούνται με την παροχή ρόλου και ευελιξίας στους Παραγωγούς. Κατά την πρακτική των περισσοτέρων χωρών της ΕΕ, η εφαρμογή της ΕΠ είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την παροχή ευελιξίας και ρόλου στους Παραγωγούς στις επιλογές των τρόπων και των μεθόδων διαχείρισης των αποβλήτων. Οι Παραγωγοί που αναλαμβάνουν πλέον μια σημαντική ευθύνη στη διαχείριση των αποβλήτων, πρέπει να έχουν την ίδια ώρα τη δυνατότητα να εξεύρουν τους πιο αποδοτικούς (και οικονομικούς) τρόπους διαχείρισης των αποβλήτων. Το κράτος έχει ρόλο να καθορίζει και να παρακολουθεί τις ελάχιστες παραμέτρους (περιβαλλοντικές κυρίως) της διαχείρισης και να διασφαλίζει ότι τα συστήματα των παραγωγών δρουν με βάση τους όρους των αδειών τους και με παραγωγικές μεθόδους. Μόνο με την παροχή αυτής της ευελιξία στους Παραγωγούς δημιουργούνται οι προϋποθέσεις να μειωθεί το κόστος διαχείρισης των αποβλήτων και να υπερκαλυφθούν και τα διαχειριστικά κόστη των συλλογικών συστημάτων των Παραγωγών. Εάν από την άλλη όλα αποφασίζονται και καθορίζονται από το κράτος (κεντρικά ή τοπικά), τότε η ΕΠ κινδυνεύει να καταστεί μόνο επιπρόσθετο κόστος για την κοινωνία και να εξουδετερωθεί ένα σημαντικό μέρος του ρόλου της ως εργαλείο πολλαπλών στόχων στη διαχείριση των αποβλήτων.
Η χώρα μας ανήκει φυσικά στις χώρες που δεν έχουν υποδομή ούτε συστήματα διαχείρισης των ειδικών ρευμάτων αποβλήτων. Αυτά είναι ανάγκη να αναπτυχθούν τα επόμενα λίγα χρόνια. Ο κίνδυνος λοιπόν που ελλοχεύει στην ανάπτυξη των υποδομών και των λύσεων, είναι να μπει το κράτος στον πειρασμό να υπερβεί το ρόλο του στην οργάνωση της αγοράς και ως εκ τούτου να περιορίσει ή να αναστείλει των ρόλο που πρέπει να έχουν οι Παραγωγοί. Και ήδη, σε κάποιες από τις πρωτοβουλίες που αναπτύσσει το κράτος για την ανάπτυξη και τη διαχείριση υποδομών, διαφαίνονται τέτοια σημάδια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η δημιουργία των ΧΥΤΑ, ΧΥΤΥ, ή ολοκληρωμένων κέντρων διαχείρισης αποβλήτων (ανάλογα με τις υποδομές των χώρων) όπου οι εργολάβοι-διαχειριστές των χώρων συμβάλλονται απευθείας με το κεντρικό κράτος (και όχι με τις τοπικές αρχές ή τα συστήματα των Παραγωγών) και περιβάλλονται με ένα παράξενα μεγάλο φάσμα εξουσιών και ρόλων. Μια διαδικασία που ουσιαστικά εξουδετερώνει σε μεγάλο βαθμό την ευελιξία και το ρόλο που έπρεπε να έχουν οι τοπικές αρχές και οι Παραγωγοί.
Ήδη στην Κύπρο υπάρχουν τρία συστήματα των Παραγωγών για τις συσκευασίες, τα ηλεκτρικά και ηλεκτρονικά απόβλητα και τις μπαταρίες που είτε ήδη οργανώθηκαν και αδειοδοτήθηκαν, είτε βρίσκονται υπό διαδικασία οργάνωσης. Πρέπει να αποφασίσουμε ως κράτος τι ρόλο θα έχουν αυτά τα συστήματα. Πως θα εφαρμόσουμε δηλαδή την ΕΠ και τι θέλουμε να πετύχουμε με την εφαρμογή της. Αυτό σε μεγάλο βαθμό θα καθορίσει και το κόστος της εφαρμογής της, αλλά και τα οφέλη που τελικά θα εισπράξουμε η όχι από την εφαρμογή της.
Εν κατακλείδι, θεωρούμε ότι το όλο θέμα έχει σημαντικές παραμέτρους που χρήζουν σοβαρής οικονομολογικής μελέτης από το κράτος. Τα θέματα της διαχείρισης αποβλήτων δεν είναι μόνο τεχνικά. Υπάρχουν οικονομικά εργαλεία πολιτικής που μας επιβάλλει ή μας επιτρέπει η ΕΕ, τα οποία μπορεί να χρησιμοποιήσουμε περισσότερο ή λιγότερο θετικά. Είναι ενδεικτικό ότι σε επίπεδο ΕΕ γίνονται πολλές συζητήσεις επί των θεμάτων αυτών και είναι κυρίως συζητήσεις πολιτικής και λιγότερο τεχνικής φύσεως. Είναι η πεποίθηση μας ότι προς το παρόν δεν έχουμε ως κράτος ενδιατρίψει οικονομολογικά με σοβαρότητα και να αναλύσουμε τα εργαλεία που έχουμε στη διάθεση μας ώστε να καθορίσουμε στις στρατηγικές μας. Το γεγονός ότι ένα σημαντικό μέρος των υποδομών μπορεί να χρηματοδοτηθεί από τα διαρθρωτικά ταμεία της ΕΕ δεν σημαίνει ότι πρέπει να διαχειριζόμαστε αυτά τα χρήματα χωρίς μελέτη και χωρίς προσεκτικό σχεδιασμό. Αντίθετα πρέπει να ξέρουμε τι θέλουμε από κάθε στρατηγική μας απόφαση και να μπορούμε να μετρήσουμε και να αξιολογήσουμε τα αποτελέσματα της.