Ο πιο σημαντικός από τους Νόμους που αφορά τη διαχείριση των αποβλήτων, είναι ο Νόμος Περί Στερεών και Επικίνδυνων αποβλήτων του 2002. Ο σημαντικός αυτός Νόμος, που αναφέρεται και ως Νόμος πλαίσιο για τη διαχείριση των Αποβλήτων, καθορίζει μεταξύ άλλων τον τρόπο και τη διαδικασία αδειοδότησης των Εταιρειών Διαχείρισης Απορριμμάτων. Αυτή η διαδικασία είναι μια πολύ σημαντική εξέλιξη στην πορεία για την εφαρμογή του Ευρωπαϊκού κεκτημένου αφού είναι μέσα από τη ρύθμιση της λειτουργίας τέτοιων Εταιρειών Διαχείρισης Απορριμμάτων που θα διασφαλιστεί ότι μόνο όσες εταιρείες κατέχουν τη σχετική τεχνογνωσία και εμπειρία αλλά και τις απαιτούμενες εγκαταστάσεις θα μπορούν να αναπτύξουν δράσεις που έχουν σχέση με τη Διαχείριση των Απορριμμάτων. Αυτό θα έχει με τη σειρά του ως αποτέλεσμα, να αναπτύσσονται σωστές λύσεις οι οποίες θα είναι μετρήσιμες, θα πιστοποιούνται και θα ελέγχονται εύκολα από τις αρμόδιες Υπηρεσίες του κράτους.
Τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου, και σε απλή γλώσσα, κάθε κάτοχος ή παραγωγός αποβλήτων που δεν κατέχει ο ίδιος άδεια διαχείρισης αποβλήτων οφείλει να το παραδίδει χωρίς καθυστέρηση σε πρόσωπο/οργανισμό που κατέχει Άδεια Διαχείρισης αποβλήτων, για να τα διαχειριστεί. Ο Νόμος καθορίζει στη συνέχεια τον τρόπο με τον οποίο θα εκδίδονται οι Άδειες και τα σχετικά στοιχεία που θα πρέπει να συνοδεύουν μια τέτοια αίτηση για Άδεια ώστε αυτή να μπορεί να γίνει αποδεκτή. Ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία που πρέπει να συνοδεύουν μια αίτηση για Άδεια Διαχειριστή απορριμμάτων για αξιοποίηση υλικών, είναι η Πολεοδομική άδεια για τη μονάδα διαχείρισης, όπου ο διαχειριστής χρειάζεται ακίνητη εγκατάσταση για να λειτουργήσει η επιχείρησή του. Αυτό από μόνο του, αν και είναι μια φυσιολογική απαίτηση του νομοθέτη, φέρνει στην επιφάνεια ένα πρόβλημα που πρέπει να τύχει άμεσης αντιμετώπισης από το κράτος μαζί με τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις.
Ως γνωστόν, ένα από τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Κύπρος στην πορεία εφαρμογής του κεκτημένου για την διαχείριση των αποβλήτων, είναι η εξέλιξη υποδομών τοπικά για τη διαχείριση (ανακύκλωση η ανάκτηση ενέργειας) των υλικών. Στον τομέα της διαχείρισης των στερεών υλικών δραστηριοποιούνται παραδοσιακά γύρω στις δεκαπέντε περίπου εταιρείες που ασχολούνται με ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα υλικά: χαρτί-χαρτόνι, πλαστικά, μέταλλα, γυαλιά, μπαταρίες, συσκευές κτλ. Οι εταιρείες αυτές είναι εγκατεστημένες σε διάφορες περιοχές είτε εντός είτε εκτός βιομηχανικών ζωνών. Πολλές από αυτές δεν έχουν τις απαιτούμενες άδειες (Πολεοδομικές Άδειες και Άδειες Οικοδομής) για τις μονάδες που κατέχουν. Ακόμη χειρότερα, αρκετές από αυτές είναι εγκατεστημένες εκτός βιομηχανικών περιοχών και δεν μπορούν με βάση τη Νομοθεσία να προχωρήσουν στην έκδοση των σχετικών αδειών. Μερικές άλλες βρίσκονται σε βιομηχανικές ζώνες μεν, αλλά σε αυτές τις ζώνες δεν επιτρέπονται οι συγκεκριμένες χρήσεις που αφορούν τη δραστηριότητα τους. Μόνο ένας μικρός σχετικά αριθμός από τα σύνολο αυτών των επιχειρήσεων, είτε έχουν τις άδειες τους, είτε έγκαιρα έχουν μετακινηθεί σε περιοχές που μπορούσαν να αδειοδοτηθούν για τις χρήσεις που θέλουν.
Το γεγονός αυτό μπορεί να δίδει ένα επιχειρηματικό πλεονέκτημα στις επιχειρήσεις που έχουν τις σχετικές άδειες (όταν και εφόσον εφαρμοστεί πρακτικά η σχετική Νομοθεσία), αλλά δεν επιλύει το πρόβλημα που έχουμε ως κράτος. Είναι ξεκάθαρο ότι με την υποδομή που έχουν οι υφιστάμενες αδειοδοτημένες επιχειρήσεις δεν είναι δυνατόν να εφαρμοστεί το σύνολο των νομοθεσιών για την διαχείριση των αποβλήτων. Χρειάζονται πιο ολοκληρωμένες προσεγγίσεις και εφαρμογή ξεκάθαρης στρατηγικής από το κράτος ώστε να ενθαρρυνθεί η γρήγορη δημιουργία νέων υποδομών με ικανοποιητικές δυναμικότητες.
Αυτό φαίνεται ότι προς το παρόν δεν τίθεται μέσα στις άμεσες προτεραιότητες, αφού ενώ γίνονται προσπάθειες (που θα πρέπει να ενταθούν), για να χωροθετηθούν οι βασικοί χώροι τελικής διάθεσης των απορριμμάτων (Χώροι Υγειονομικής Ταφής και Κέντρα Διαχείρισης Απορριμμάτων) δεν φαίνεται να γίνεται προς το παρόν πρόνοια για άμεση δημιουργία ζωνών δραστηριοποίησης των εταιρειών διαχείρισης απορριμμάτων. Όπως είναι γνωστό, η σημερινή γεωγραφική διασπορά των εταιρειών διαχείρισης των απορριμμάτων σε περιοχές που δεν συνάδουν με τις χρήσεις διαχείρισης απορριμμάτων, πέρα από τα προβλήματα που δημιουργεί στις γειτνιάζουσες εγκαταστάσεις, αυξάνει και τα κόστη διαχείρισης των υλικών λόγω του αυξημένου μεταφορικού κόστους από μονάδα σε μονάδα, αφού οι πλείστες μονάδες εξειδικεύονται σε συγκεκριμένο υλικό η κάθε μια. (π.χ. μέταλλα ή χαρτί ή πλαστικό κτλ.)
Για να στηθεί ένα οργανωμένο σύστημα διαχείρισης των αξιοποιήσιμων υλικών, πράγμα που χρειάζεται άμεσα η Κύπρος για να μπορέσει να εναρμονιστεί με το Ευρωπαϊκό κεκτημένο, πρέπει να διατεθεί επιπρόσθετη γη από αυτή που χρησιμοποιείται σήμερα για τέτοιες χρήσεις, αφού τα υλικά που πρέπει να αξιοποιηθούν είναι πολύ περισσότερα από αυτά που αξιοποιούνται σήμερα. Για να είναι όμως και το σύστημα όσο πιο οικονομικά αποδοτικό γίνεται, είναι λογικό αυτή η γη να είναι συγκεντρωμένη σε ένα χώρο, ή σε μια περιοχή έξω από την κάθε πόλη και σε μια ζώνη που θα χαρακτηριστεί ειδικά για περιβαλλοντικές χρήσεις και η οποία να είναι σχετικά κοντά και να έχει εύκολη πρόσβαση στους χώρους τελικής διάθεσης. Εάν μάλιστα το κράτος επιθυμεί να βοηθήσει την όσο το δυνατόν γρηγορότερη ανάπτυξη της βιομηχανίας διαχείρισης των υλικών και να «καθαρίσει» τις υφιστάμενες βιομηχανικές ζώνες από τις εταιρείες του κλάδου, θα πρέπει να διαθέσει για τη δημιουργία αυτών των ζωνών Κυβερνητική γη με τη λογική της μακροχρόνιας μίσθωσης με χαμηλό κόστος. Έτσι θα βοηθήσει να συγκεντρωθούν οι εταιρείες του κλάδου σε ένα χώρο, να γίνει πιο αποδοτική η διαχείριση των υλικών και να γίνει και η λειτουργία τους πιο εύκολα ελέγξιμη από τις αρμόδιες Υπηρεσίες του κράτους.
Είναι γνωστό ότι η διαχείριση και αξιοποίηση των απορριμμάτων σε ένα νησιώτικο κράτος μικρού μεγέθους όπως είναι η Κύπρος είναι πιο δύσκολη από τις ηπειρωτικές χώρες από οικονομικής πλευράς. Γι’ αυτό το λόγο, η παροχή σχετικά φτηνής γης για εγκατάσταση των μονάδων διαχείρισης υλικών θα ωφελήσει την ανάπτυξη της σχετικής βιομηχανίας και θα μειώσει σχετικά τα κόστη που τελικά θα επιβαρυνθεί ο πολίτης για την διαχείριση των αποβλήτων. Είναι αναμενόμενο, μέσα από την λογική της ευθύνης του παραγωγού που προάγει η Ευρωπαϊκή, και τώρα και η Κυπριακή νομοθεσία, (“Polluter pays principle, ότι τα όποια κόστη διαχείρισης των υλικών θα μεταφερθούν τελικά στον πολίτη μέσα από τις τιμές των καταναλωτικών και άλλων προϊόντων που αγοράζει.
Κυριάκος Παρπούνας
Γενικός Διευθυντής
της Green Dot (Cyprus) Public Co Ltd