Η Ευρωπαϊκή Εμπειρία Οδηγός και για τις Κυπριακές Επιχειρήσεις
Όπως έχει αναλυθεί και σε προηγούμενο άρθρο μου για τη σημασία της συμμετοχής του πολίτη στην προσπάθεια για επίτευξη των στόχων της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 94/62 ΕΚ και του Κυπριακού Νόμου Περί Συσκευασιών και Αποβλήτων Συσκευασιών που ισχύει από τον Απρίλιο του 2002, την ευθύνη για την διαχείριση των αποβλήτων συσκευασιών έχουν πρωτίστως οι εταιρείες που για να διαθέσουν τα προϊόντα τους στην αγορά τα τοποθετούν σε συσκευασίες (εμφιαλωτές, εγκυτιωτές).
Στον όρο συσκευασίες εμπίπτουν πέραν από την πρωτογενή συσκευασίας που απαιτείται για να μπορεί ένα προϊόν να τοποθετηθεί στα ράφια των καταστημάτων και να διατεθεί στον καταναλωτή (χαρτί, γυαλί, πλαστικό, μέταλλο με όλες τις υποκατηγορίες τους) και η συσκευασία που απαιτείται για να μπορούν να μεταφέρονται ομαδικά τα προϊόντα στα καταστήματα (χαρτοκιβώτια) αλλά και η συσκευασία για να μπορούν τα χαρτοκιβώτια να μεταφέρονται ομαδικά στα κέντρα διανομής και τις αποθήκες (ξύλινες παλέτες, δέσιμο ή περιτύλιγμα παλέτου).
Αυτή η πρόνοια του Νόμου και των Κανονισμών που τον πλαισιώνουν συνάδει πλήρως με τη φιλοσοφία της Ευρωπαϊκής Νομοθεσίας βάσει της οποίας «ο ρυπαίνων πληρώνει». Αυτός δηλαδή που δημιουργεί ρύπανση στο περιβάλλον έχει την ευθύνη για την αποκατάσταση της.
Η ευθύνη φυσικά στο θέμα της διαχείρισης των συσκευασιών δεν είναι αποκλειστική και μόνο στους ώμους των εγκυτιωτών αφού αυτή επιμερίζεται μέσα από ειδικούς Κανονισμούς (Κανονισμοί ευθύνης παραγωγού) σε όλους τους παράγοντες της αλυσίδας παραγωγής και διάθεσης συσκευασιών στην αγορά. Έτσι, παρά το γεγονός ότι το μεγάλο μέρος της ευθύνης και το μεγαλύτερο μέρος του κόστους για τη διαχείριση των συσκευασιών βαρύνει τους εγκυτιωτές, ευθύνη έχουν με τη σειρά τους:
1. Οι παραγωγοί της ίδιας της συσκευασίας οι οποίοι έχουν ευθύνη να βρουν τρόπους να παραλαμβάνουν τα απόβλητα συσκευασίας και να ξαναχρησιμοποιούν τις πρώτες ύλες που προκύπτουν στην παραγωγική διαδικασία
2. Οι διακινητές των συσκευασιών (διανομείς, αντιπρόσωποι, οργανισμοί διάθεσης προϊόντων κ.α.) οι οποίοι έχουν ευθύνη να υποστηρίζουν και να υποβοηθούν τα συστήματα συλλογής των αποβλήτων συσκευασιών
3. Οι οργανισμοί τελικής διάθεσης των προϊόντων στους καταναλωτές (υπεραγορές, εμπορικά καταστήματα κ.α.) οι οποίοι έχουν την ευθύνη να υποβοηθούν στη συλλογή και διαλογή των αποβλήτων συσκευασιών και να επιτρέπουν την οργάνωση συστημάτων συλλογής των αποβλήτων συσκευασιών στις εγκαταστάσεις τους.
Σαφέστατα φυσικά πέραν των ευθυνών όλων των πιο πάνω παραγόντων, για να επιτύχουν οι οποιεσδήποτε προσπάθειες τους ώστε να επιτευχθούν οι στόχοι του Νόμου για την αξιοποίηση των αποβλήτων συσκευασίας είναι απαραίτητη η ανταπόκριση του πολίτη μέσα από τη συμμετοχή του στα συστήματα ξεχωριστής διαλογής ανακυκλωσίμων υλικών που θα δημιουργηθούν και με διαλογή που πρέπει να γίνεται στο επίπεδο του νοικοκυριού.
Οι πρόνοιες της Οδηγίας και του Κυπριακού Νόμου όσον αφορά την αξιοποίηση των αποβλήτων συσκευασιών είναι σαφέστατοι και συνοψίζονται επιγραμματικά στα πιο κάτω:
1. Τουλάχιστον 50% και με μέγιστο το 65% κατά βάρος του συνόλου των αποβλήτων συσκευασιών πρέπει να ανακτούνται (να διαχωρίζονται και να μην οδηγούνται σε τελική διάθεση με τα υπόλοιπα απόβλητα)
2. Τουλάχιστον το 25% και με μέγιστο το 45% κατά βάρος του συνόλου των αποβλήτων συσκευασιών πρέπει να ανακυκλώνεται
3. Τουλάχιστον το 15% κατά βάρος του κάθε υλικού συσκευασίας πρέπει να ανακυκλώνεται
Αυτά τα όρια καθίστανται υποχρεωτικά για την Κύπρο και θα πρέπει να έχουν ήδη επιτευχθεί μέχρι την 31η Δεκεμβρίου του 2005, ενώ υπάρχουν και ενδιάμεσοι ετήσιοι στόχοι που θα έπρεπε να επιτευχθούν το 2003 και που πρέπει να επιτευχθούν το 2004.
Παράλληλα, στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν ήδη ωριμάσει οι συζητήσεις που αφορούν την αναπροσαρμογή της οδηγίας 94/62 με την αύξηση των υποχρεωτικών ποσοστών αξιοποίησης των αποβλήτων συσκευασιών και είναι πλέον πολύ πιθανόν από το 2006 να έχουμε να αντιμετωπίσουμε υποχρέωση για επίτευξη πολύ ψηλότερων στόχων.
Φυσιολογικά στην Κύπρο και λόγω της έλλειψης οργανωμένων συστημάτων συλλογής και διαλογής αποβλήτων συσκευασιών ούτε οι στόχοι του 2003 έχουν επιτευχθεί ούτε οι στόχοι του 2004 είναι δυνατό να επιτευχθούν ούτε και οι στόχοι που θα μας δεσμεύουν ως κράτος από 1ης 1ου του 2006 θα είναι εύκολο στα πρώτα στάδια να υλοποιηθούν. Αυτό όμως το γεγονός δεν πρέπει να απογοητεύει και να αποπροσανατολίζει κανένα αφού οι υποχρεώσεις είναι εκεί και δεν καλύπτονται με μοιρολατρική αντίκριση των πραγμάτων. Από εδώ και πέρα και με την ένταξη μας το Μάιο θα πρέπει να περάσουμε από το ευχολόγια και από τα «θα» σε άμεσες, εύστοχες και συστηματικές ενέργειες για να προλάβουμε να πετύχουμε όσο το δυνατόν περισσότερα και όσο το δυνατόν συντομότερα στον τομέα της αξιοποίησης των αποβλήτων συσκευασίας.
Για να μπορέσουν να επιτευχθούν οι οποιοιδήποτε στόχοι αξιοποίησης των υλικών θα πρέπει πρώτα απ’ όλα να δημιουργηθούν και να λειτουργήσουν συστήματα συλλογής και διαλογής των συσκευασιών σε κατηγορίες. Αυτό δεν είναι ένα εύκολο εγχείρημα αφού όπως όλοι ξέρουμε τις συσκευασίες τις μεταφέρουμε ο καθένας στο σπίτι μας με τα προϊόντα που ψωνίζουμε καθημερινά από τα διάφορα καταστήματα και αφού καταναλώσουμε τα προϊόντα πετάμε τις συσκευασίες ανάμεικτες με τα υπόλοιπα απορρίμματα που δημιουργούμε ή παράγουμε στα σπίτια μας. Τα απορρίμματα αυτά συλλέγονται με ευθύνη των τοπικών αρχών και μεταφέρονται για τελική διάθεση στους χώρους ταφής των απορριμμάτων.
Η ευθύνη λοιπόν βάσει των Νόμων που έχει η κάθε εταιρεία που τοποθετεί στην αγορά για να διαθέσει τα προϊόντα της πάνω από 5 συνολικά τόνους συσκευασίας ετησίως είναι να βρει τρόπο να ανακτήσει το 50 – 65% των συσκευασιών που τοποθετεί στην αγορά και να φροντίσει ένα μεγάλο μέρος από αυτές να ανακυκλωθούν και να φροντίσει αυτό να το αποδείξει τεκμηριωμένα στο κράτος που δρα με την σειρά του ως η εποπτική αρχή. Αυτή την υποχρέωση εάν την αναλύσει απλά κάποιος μπορεί να αντιληφθεί πόσο δύσκολο ή και αδύνατο είναι να την επιτύχει η κάθε εταιρεία από μόνη της.
Ας πάρουμε ως παράδειγμα μια πολύ γνωστή σε όλους εταιρεία, την Coca Cola για να δούμε τη σημαίνουν οι υποχρεώσεις της και αν είναι δυνατό να τις επιτύχει από μόνη της. Η εταιρεία θα πρέπει να βρει τρόπο να επανακτεί το 50 – 65% όλων των μπουκαλιών και κουτιών όλων των τύπων και κατηγοριών που διαθέτει στην αγορά, όλων των χαρτοκιβωτίων, περιτυλιγμάτων, πλαστικών και άλλων κιβωτίων και παλετών που διαθέτει στην αγορά για να μπορέσει να προωθήσει και να διαθέσει τα προϊόντα της στους καταναλωτές. Και παρά το γεγονός ότι με αρκετή προσπάθεια ίσως μπορέσει να ανακτήσει κάποιες κατηγορίες των υλικών που μπορεί να παραμένουν σε κάποια κεντρικά σημεία (αποθήκες, κέντρα διανομής και αποθήκες καταστημάτων) όπως οι παλέτες και τα χαρτοκιβώτια, τα υπόλοιπα υλικά που καταλήγουν στις σκυβαλαποθήκες των καταναλωτών (μπουκάλες, τενεκεδάκια, συσκευασίες χυμών κτλ.) είναι τεχνικά και οικονομικά ανέφικτο να μπορέσει η εταιρεία να τα ανακτήσει ώστε να αξιοποιηθούν.
Είναι για τους πιο πάνω λόγους που σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης την «ευθύνη παραγωγού» για το θέμα των συσκευασιών οι υπόχρεες εταιρείες την αναθέτουν σε φορείς που διαχειρίζονται συλλογικά συστήματα διαχείρισης συσκευασιών. Ένα συλλογικό σύστημα δρα για λογαριασμό περισσοτέρων από μίας επιχειρήσεων οι οποίες σε εθελοντική βάση δημιουργούν ή συμβάλλονται με ένα τέτοιο συλλογικό σύστημα το οποίο αναλαμβάνει την ευθύνη εκ μέρους των συμβαλλομένων επιχειρήσεων να βρει τρόπους να ικανοποιήσει τις υποχρεώσεις των επιχειρήσεων αυτών έναντι των Νόμων και να αποδείξει τεκμηριωμένα στο κράτος ότι το έχει κάνει. Το σημαντικό διαφοροποιούν στοιχείο το οποίο μπορούν να εκμεταλλευτούν τα συλλογικά συστήματα είναι το γεγονός ότι δρώντας εκ μέρους πολλών επιχειρήσεων απολαμβάνουν σημαντικές οικονομίες κλίμακας και αποκτούν σημαντική επιρροή στην αγορά των υλικών λόγω των μεγάλων ποσοτήτων που διαχειρίζονται έναντι μεμονωμένων μονοεπιχειρησιακών πρωτοβουλιών.
Τα συλλογικά συστήματα οργανώνονται συνήθως από ομάδες επιχειρήσεων αυτόβουλα ή υπό την αιγίδα άλλων ευρύτερων οργανωμένων επιχειρηματικών σχημάτων (συνδέσμοι, επιμελητήρια κ.α.). Λειτουργούν συνήθως ως φορείς κάτω από το θεσμικό πλαίσιο μη κερδοσκοπικών επιχειρήσεων οι οποίες έχουν ένα αριθμό μετόχων που είναι συνήθως οι εταιρείες που έχουν την αρχική πρωτοβουλία για την δημιουργία τους, έχουν όμως στην πορεία πολύ μεγαλύτερο αριθμό μελών που αποτελούνται από επιχειρήσεις που αποφασίζουν να συμβληθούν με το φορέα μετά τη λειτουργία του.
Η συνήθης λειτουργία των φορέων αυτών βασίζεται στον υπολογισμό τους κόστους ανάκτησης και αξιοποίησης του κάθε τύπου συσκευασίας ανά μονάδα μέτρησης βάρους (π.χ. κιλό ή τόνο) και η χρέωση κάθε μέλους αντίστοιχων χρεώσεων ανά μονάδα μέτρησης βάρους για κάθε τύπο και ποσότητα συσκευασίας που διαθέτουν στην αγορά μαζί με τα προϊόντα τους. Τα χρήματα που συλλέγει ο φορέας τα διαθέτει για να μπορέσει να ανακτήσει και να αξιοποιήσει τις απαιτούμενες ποσότητες των υλικών για τα οποία έχουν υποχρέωση τα μέλη του και να συντάξει όλα τα απαιτούμενα δικαιολογητικά προς το κράτος και τα μέλη του. Το κάθε μέλος εφόσον πληρώσει τα απαιτούμενα fees, με το Πιστοποιητικό που παίρνει από τον φορέα εφόσον αυτός είναι πιστοποιημένος από το κράτος και τηρεί τους κανονισμούς, θεωρείται ότι έχει καλύψει τις υποχρεώσεις του έναντι του Νόμου.
Ο φορέας εκτελεί το έργο του και τεκμηριώνει προς το κράτος μέσα από ένα σύστημα ενημέρωσης ότι έχει διαχειριστεί τόσα υλικά όσα προνοούνται και στα πιστοποιητικά που έχει εκδώσει προς τα μέλη του. Το θετικό είναι ότι ο φορέας έχει να αποδείξει στο κράτος ότι διαχειρίστηκε τις ποσότητες των υλικών για τις οποίες είχε υποχρέωση προς τα μέλη του και όχι ότι διαχειρίστηκε ακριβώς τις συσκευασίες που είχαν διαθέσει στην αγορά τα μέλη του. Αυτό είναι λογικό και για είναι εφικτό το έργο του κάθε φορέα αλλά και γιατί ο ευρύτερος στόχος του Νόμου είναι να αξιοποιούνται γενικά τα υλικά συσκευασίας και να μειώνονται τα απόβλητα που πετάμε στο περιβάλλον και όχι κατ’ ανάγκη να αξιοποιούνται τα συγκεκριμένα απόβλητα μιας μεμονωμένης επιχείρησης. Στο τέλος κάθε οικονομικού έτους ο φορέας θα πρέπει να έχει ένα ισοσκελισμένο ισολογισμό αφού είναι μη κερδοσκοπική επιχείρηση.
Σε Ευρωπαϊκό μάλιστα επίπεδο έχουν συσταθεί πέραν από φορείς που δρουν μέσα στα κρατικά πλαίσια του κάθε κράτους μέλους και εξυπηρετούν ο καθένας τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στο κάθε κράτος και ευρύτεροι διακρατικού τύπου φορείς που έχουν καθιερώσει και ενιαία συστήματα σήμανσης των προϊόντων (όπως για παράδειγμα το Green Dot που εφαρμόζεται σε πέραν των 15 χωρών) που ανήκουν σε πιστοποιημένα συστήματα συλλογικής διαχείρισης, που στόχο έχουν να βοηθήσουν τη μεταφορά τεχνογνωσίας και εμπειριών μεταξύ των κρατών και να βοηθήσουν τα προϊόντα που εμπορεύονται διακρατικά να εισέρχονται πιο εύκολα σε αντίστοιχα συστήματα άλλων χωρών στις οποίες εξάγονται.
Στην Κύπρο την πρώτη οργανωμένη προσπάθεια ενός τέτοιου συλλογικού συστήματος διαχείρισης συσκευασιών την έχει αναλάβει το Κυπριακό Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο το οποίο έχει επίσης πρόσφατα επιτύχει να αναλάβει την αποκλειστική εκπροσώπηση και διάθεση του σήματος του Green Dot (το σήμα της Πράσινης Βούλας) στην Κύπρο.
Ο τρόπος τώρα που οργανώνεται και δρα ο κάθε συλλογικός φορέας διαχείρισης διαφέρει κατά πολύ από χώρα σε χώρα και έχει να κάνει με τις τοπικές συνθήκες της κάθε χώρας. Δεν υπάρχουν πουθενά δύο πανομοιότυπα συστήματα ούτε μπορεί κάποιος να αντιγράψει ένα σύστημα όσο επιτυχημένο από μια χώρα στην άλλη.
Μπορεί όμως κάποιος μέσα από τη μελέτη των διαφόρων συστημάτων που δραστηριοποιούνται στις διάφορες χώρες να αξιολογήσει και να επιλέξει θετικά στοιχεία από άλλα συστήματα που μπορεί να έχουν εφαρμογή και στη χώρα του και να τα εντάξει σε ένα νέο που θα υλοποιηθεί. Άλλωστε δεν υπάρχει λόγος να επανεφεύρει κάποιος τον τροχό και να υποπέσει έτσι σε λάθη που έχουν κάνει άλλοι τη στιγμή που μπορεί να παραδειγματιστεί και να υιοθετήσει θετικά στοιχεία από αντίστοιχα συστήματα σε άλλες χώρες (benchmarking).
Με αυτή την λογική παρατίθενται πιο κάτω κάποια στοιχεία από τα πιο γνωστά συστήματα συλλογικής διαχείρισης συσκευασιών που λειτουργούν σε μερικές από τις μεγαλύτερες και πιο προηγμένες Ευρωπαϊκές χώρες ως τροφή για σκέψη και προβληματισμό για μας στην Κύπρο που θα πρέπει να προχωρήσουμε τάχιστα στη διαμόρφωση του αντιστοίχου συστήματος μας στην Κύπρο:
Tα κυριότερα συστήματα στην Ευρώπη:
1. Το Γερμανικό Δυαδικό Σύστημα (Duales System)
Την βάση του γερμανικού συλλογικού συστήματος αποτελεί η εταιρεία DSD GmbH "Der, Gruene Punkt". H μονοπωλιακή εταιρεία DSD οργανώνει την εναλλακτική διαχείριση των απορριμμάτων των συσκευασιών σε τρία επίπεδα:
α) Συνάπτει ανά έτος με τους υπόχρεους διαχειριστές ως επί το πλείστον τους συσκευαστές, τις συμβάσεις προσχώρησης και ανάθεσης στο συλλογικό σύστημα. Εισπράττει από αυτούς την προβλεπόμενη οικονομική εισφορά για την συλλογή των απορριμμάτων τους και τους παραχωρεί το δικαίωμα να επισημαίνουν τις συσκευασίες τους, με το σήμα της πράσινης βούλας ως απόδειξη της συμμετοχής τους στο συλλογικό σύστημα. Με τον τρόπο αυτό δηλώνεται και η απαλλαγή τους από την ευθύνη.
β) Συνάπτει συμβάσεις συνεργασίας με τους Δήμους για την οργάνωση της συλλογής ή/και διαλογής των δημοτικών απορριμμάτων συσκευασιών.
γ) Συνάπτει συμβάσεις αξιοποίησης των υλικών των συσκευασιών από τους συνυπόχρεους προμηθευτές και κατασκευαστές Με τις συμβάσεις/ εγγυήσεις αξιοποίησης των υλικών οι προμηθευτές και κατασκευαστές εκπληρώνουν, ο καθένας για τον τομέα του, την υποχρέωση εναλλακτικής διαχείρισης που έχουν από το νόμο. Κάθε βιομηχανία παραγωγής διαφόρων υλικών παραλαμβάνει σύμφωνα με τον Γερμανικό νόμο με έξοδα τους τα διαλεγέντα απορρίμματα και τα αξιοποιεί. Οι εγγυήσεις που δίνονται για τα υλικά ισχύουν πλήρως και με τους ίδιους όρους και για τις εισαγόμενες συσκευασίες. Η DSD διατηρεί το συμβατικό δικαίωμα του επιτόπου ελέγχου των μεθόδων αξιοποίησης.
Η εταιρεία DSD δεν έχει κερδοσκοπικό χαρακτήρα. Τα χρήματα από τις οικονομικές εισφορές χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για τις εργασίες συλλογής και διαλογής. Η πρόσβαση σε αυτήν είναι ανοικτή για κάθε ενδιαφερόμενο, ενώ η ιδιότητα του εταίρου δεν εξασφαλίζει καμία προνομιακή θέση έναντι των άλλων συμβαλλομένων. Εταίροι της DSD μπορούν να είναι οι διαχειριστές κάθε κατηγορίας, διακινητές, συσκευαστές και προμηθευτές, δεν μπορούν να συμμετέχουν όμως σε αυτήν οι επιχειρήσεις διαχείρισης απορριμμάτων.
2. Το Γαλλικό Σύστημα
Ανάλογη δομή με το γερμανικό έχει και το γαλλικό σύστημα. Το εθνικό σύστημα συλλογής Διαχείρισης των δημοτικών απορριμμάτων συσκευασιών οργανώνει η εταιρεία Eco-Emballage. Η Eco-Emballage ιδρύθηκε το 1992 με Κοινή Υπουργική Απόφαση, (Υπουργών Γεωργίας, Οικονομικών, Βιομηχανίας και του αρμόδιου για τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης Υπουργού), για μια ανανεώσιμη περίοδο έξι ετών, όπως προβλέπει το γαλλικό προεδρικό διάταγμα.
Η Eco-Emballage οργανώνει σε όλο το φάσμα της την εναλλακτική διαχείριση των δημοτικών απορριμμάτων των συσκευασιών. Σύμφωνα με το γαλλικό διάταγμα η Eco-Emballage (αλλά και οποιαδήποτε σύστημα θέλει να προσφέρει παρόμοιες υπηρεσίες διαχείρισης) υποχρεούται να υποβάλει προς έγκριση:
α) Τις συμβάσεις που συνάπτει με τους διαχειριστές και τους όρους διαχείρισης. Οι όροι θα πρέπει να καθορίζουν τον ετήσιο όγκο των διαχειριζόμενων συσκευασιών, το ύψος της εισφοράς των διαχειριστών και το είδος της επισήμανσης των συσκευασιών.
β) Τις συμβάσεις συνεργασίας της Eco - Emballage με τρίτους, τους οποίους χρησιμοποιεί για την εκτέλεση του έργου της
γ) Τους στόχους διαχείρισης που θέτει με τα συμβαλλόμενα μέρη σε όλο το σύστημα διαχείρισης:
δηλαδή με τους υπόχρεους συσκευαστές, τους κατασκευαστές, τους προμηθευτές, τις επιχειρήσεις αξιοποίησης και την Τοπική Αυτοδιοίκηση.
δ) Την οικονομική και τεχνική υποδομή που διαθέτει για την διαχείριση των συσκευασιών. Η τήρηση των όρων και συμφωνημένων υποχρεώσεων της Οργάνωσης ελέγχεται αυστηρά από διοικητικά όργανα, αλλά και από τοπικούς, κατά νομό ή περιφέρεια ελεγκτές.
Η Eco - Emballage υπογράφει συμβάσεις (ανάθεσης της διαχείρισης) τριών χρόνων με τους κατασκευαστές, οι οποίοι καταβάλλουν την εισφορά διαχείρισης στην εταιρεία και παίρνουν την άδεια να χρησιμοποιήσουν το σήμα - την πράσινη βούλα - της Εταιρείας.
Η Eco-Emballage χωρίζεται οργανωτικά στην Eco-par και στην Eco-Emballage SA. Η πρώτη ανήκει στους κατασκευαστές και έχει το 70% των μετοχών της δεύτερης. Στη δεύτερη συμμετέχουν κατά το 20% οι προμηθευτές και 10% οι διακινητές. Κατά συνέπεια η οργάνωση της διαχείρισης των υλικών βρίσκεται στον έλεγχο των συσκευαστών.
3. Το Αυστριακό Σύστημα ARA
Το Αυστριακό σύστημα αποτελείται από την μονοπωλιακή εταιρεία ARA AE. και τις Κλαδικές Εταιρείες Αξιοποίησης και οργανώνει την εναλλακτική διαχείριση των δημοτικών απορριμμάτων των συσκευασιών και μεταφοράς.
Η μονοπωλιακή Εταιρεία ARA AE., συστήθηκε από τους κατασκευαστές με σκοπό να εκπροσωπεί τα συμφέροντα τους απέναντι στους Κλάδους των Υλικών και να διαπραγματεύεται τους καλύτερους δυνατούς όρους συμμετοχής τους στο σύστημα.
Οι Βιομηχανίες Υλικών έχουν συστήσει Εταιρείες Αξιοποίησης. Μέσω αυτών οι κλάδοι των υλικών οργανώνουν τα συστήματα συλλογής, διαλογής και αξιοποίησης, συνεργάζονται με επιχειρήσεις, οργανισμούς και την Τοπική Αυτοδιοίκηση.
Οι συσκευαστές καταβάλλουν στην ARA AE., την προβλεπόμενη από την σύμβαση προσχώρησης οικονομική εισφορά για την διαχείριση των συσκευασιών τους και αποκτούν δικαίωμα χρήσης του σήματος της πράσινης βούλας που δηλώνει την απαλλαγή τους από την ευθύνη.
Αντίστοιχα οι Εταιρείες Αξιοποίησης κατά κλάδο υλικού δίδουν στην ARA εγγυήσεις αξιοποίησης των υλικών, οι οποίες αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της σύμβασης της ARA με τους κατασκευαστές.
4. Το Σουηδικό Σύστημα
Η Σουηδική Νομοθεσία παρέχει ευελιξία στην οργάνωση των συστημάτων διαχείρισης. Το Σουηδικό Σύστημα έχει παρόμοια δομή με αυτήν του Αυστριακού Συστήματος. Οι πέντε Ενώσεις Υλικών συνέστησαν το Συμβούλιο Συσκευασίας. Οι Ενώσεις είναι κάθε μία υπεύθυνη για την αξιοποίηση του υλικού της και συνάπτει συμβάσεις με τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, καλύπτοντας σταδιακά όλη τη χώρα.
Αντίθετα με το γερμανικό, αυστριακό και γαλλικό σύστημα οικονομικά υπόχρεοι για τις εισφορές είναι οι κατασκευαστές. Αυτοί εγγράφονται υποχρεωτικά στο διοικητικό τμήμα (REPA) του Συμβουλίου Συσκευασίας και πληρώνουν τις εισφορές για την αξιοποίηση, δηλώνοντας τις Ενώσεις Υλικών στις οποίες εμπλέκονται.
Οι Ενώσεις Υλικών Συσκευασίας δεν οργανώνουν ένα ενιαίο εθνικό σύστημα συλλογικής διαχείρισης, αλλά εφαρμόζουν διαφορετικά συστήματα κατά περιοχές, ανάλογα με την ιδιαιτερότητα τους, ιδιαίτερα δε την πυκνότητα του πληθυσμού. Ειδικότερα η Ένωση Γυαλιού λειτουργεί με δικό της ξεχωριστό σύστημα (δεν είναι εγγεγραμμένη στην REPA) και λογοδοτεί κατευθείαν στο Συμβούλιο.
Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του Σουηδικού συστήματος είναι ότι όλη η οργάνωση της κυκλικής διαχείρισης ελέγχεται από τους προμηθευτές και κατασκευαστές. Οι προμηθευτές οργανώνουν την διαχείριση των υλικών, ενώ άμεσα οικονομικά υπόχρεοι είναι οι κατασκευαστές. Αντίθετα με τα άλλα συστήματα οι διακινητές και συσκευαστές δεν εμπλέκονται οργανωτικά στο σύστημα.
5. Το Αγγλικό Σύστημα (VALPAK)
Την οργάνωση της εναλλακτικής διαχείρισης αναλαμβάνει στην Αγγλία η Εταιρεία Valpak. Αυτή σχεδιάζει τα προγράμματα διαχείρισης και οργανώνει την χρηματοδότηση τους, μεριμνά για την ισορροπία των συμφερόντων όλων των μερών στο κύκλωμα της συσκευασίας και συνεργάζεται με την Τοπική Αυτοδιοίκηση.
Με την εκτέλεση της οδηγίας από κρατικής πλευράς θα επιφορτισθεί ο Οργανισμός Ανακύκλωσης, ο οποίος έχει ελεγκτικές και γνωμοδοτικές αρμοδιότητες, θα προσδιορίζει τους εθνικούς στόχους αξιοποίησης, αλλά και θα πιστοποιεί και τα ποσοστά των εξαγωγών των συσκευασιών, τα οποία δεν θα επιβαρύνονται με εισφορές στο σύστημα.
6. Το Ιταλικό Σύστημα (Ecoemballagio)
Βασικό χαρακτηριστικό του ιταλικού συλλογικού συστήματος είναι, ότι σε αυτό δεν συμμετέχουν μόνο οι διαχειριστές, αλλά και οι επιχειρήσεις επεξεργασίας απορριμμάτων.
Η συμμετοχή της βιομηχανίας απορριμμάτων στα συλλογικά συστήματα των διαχειριστών ίσως δημιουργήσει κινδύνους για τον ανταγωνισμό, καθώς και οι συμμετέχοντες σε αυτή επιχειρήσεις θα είναι σε σύναψη συμβάσεων με τους διαχειριστές για την διαχείριση των απορριμμάτων.