ΜΕΡΟΣ Α
Είναι καλά γνωστό σε όσους ασχολούνται έστω και από απλό ενδιαφέρον με το θέμα του περιβάλλοντος ότι αυτό αποτελεί ίσως το χειρότερο μας, ως κράτος, κεφάλαιο στην πορεία της εναρμόνισης μας με το Ευρωπαϊκό κεκτημένο. Είναι ένας τομέας όπου ξεκινούμε ουσιαστικά σχεδόν από το μηδέν και υπάρχει μπροστά μας μεγάλος δρόμος για να πετύχουμε ένα αποτέλεσμα που να είναι έστω αποδεκτό σε σχέση με τα όσα απαιτούν οι Ευρωπαϊκές οδηγίες.
Στόχος αυτού του άρθρου είναι να ψηλαφίσει ένα πολύ ουσιαστικό τμήμα της περιβαλλοντικής διαχείρισης, αυτό της διαχείρισης των αποβλήτων που ταλανίζει ιδιαίτερα τον τόπο μας. Έναυσμα για αυτό τον προβληματισμό αποτελεί ο πολύ σημαντικός Νόμος περί Συσκευασιών και Αποβλήτων Συσκευασιών που ψηφίστηκε τον Απρίλιο του 2002 με στόχο να εναρμονίσει τη Νομοθεσία μας με την Ευρωπαϊκή Οδηγία 94/62 ΕΚ που αφορά τις συσκευασίες και τα όσα θα πρέπει να γίνουν για να υλοποιηθεί αυτός ο Νόμος.
Ο λόγος για τον οποίον το θέμα των συσκευασιών είναι τόσο σημαντικό, στην προσπάθεια για ορθολογιστική διαχείριση των απορριμμάτων μιας κοινωνίας, είναι το γεγονός ότι σήμερα σε κάθε ανεπτυγμένη και ευημερούσα κοινωνία οι συσκευασίες αποτελούν το 40-50% κατά όγκο των παραγόμενων απορριμμάτων. Η εξεύρεση και η υλοποίηση λοιπόν ορθολογιστικών λύσεων για το θέμα της διαχείρισης των συσκευασιών σημαίνει κατ’ αναλογία και επίλυση του προβλήματος των απορριμμάτων κατά το ήμισυ περίπου. Το θέμα όμως των συσκευασιών είναι σημαντικό και για ένα ακόμη λόγο. Τα πλείστα εκ των υλικών συσκευασίας μπορούν με τις κατάλληλες μεθόδους να αξιοποιηθούν με έναν από τους ακόλουθους τρόπους:
1. Με επαναχρησιμοποίηση
2. Με χρήση των πρώτων υλών για επαναπαραγωγή παρόμοιων συσκευασιών (recycling - ανακύκληση ή ανακύκλωση όπως επικράτησε ο όρος)
3. Με χρήση των πρώτων υλών για παραγωγή νέων προϊόντων (downcycling)
4. Με ανάκτηση ενέργειας (waste to energy - θερμική αξιοποίηση για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας ή τσιμέντου)
Ένα ιδιαίτερα σημαντικό στοιχείο που εισάγεται με τη νέα Νομοθεσία και που μέχρι σήμερα δεν υπήρχε στην Κύπρο είναι η γενική φιλοσοφία που διέπει αυτή και άλλες οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ότι αυτός που ρυπαίνει πρέπει να πληρώνει και για την αποκατάσταση της ρύπανσης που δημιουργεί ή αλλιώς για τη διαχείριση των απορριμμάτων που παράγει (γνωστή ως η αρχή του ‘Ο ρυπαίνων πληρώνει’).
Ο Νόμος σε γενικές γραμμές προνοεί ότι ευθύνη για τη διαχείριση των αποβλήτων συσκευασιών έχουν οι επιχειρήσεις που παράγουν, χρησιμοποιούν ή διακινούν συσκευασίες για να προωθήσουν τα προϊόντα τους. Ο Νόμος θέτει παράλληλα και συγκεκριμένους ποσοτικούς και χρονικούς στόχους ανάκτησης και αξιοποίησης των συσκευασιών τους οποίους θα πρέπει να επιτύχουμε και οι οποίοι μπορούν αν συνοψιστούν στα ακόλουθα:
Μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου του 2005 θα πρέπει:
• Να συλλέγονται και να διαχωρίζονται (ανάκτηση υλικών) το 50 – 65% κατά βάρος των αποβλήτων υλικών συσκευασίας
• Να ανακυκλώνεται το 25-45% του συνόλου των συσκευασιών
• Να ανακυκλώνεται το 15% τουλάχιστον του κάθε υλικού συσκευασίας
• Τα υπόλοιπα που θα συλλέγονται βάση της πρώτης πρόνοιας και δεν θα ανακυκλώνονται μπορούν να αξιοποιηθούν με την ανάκτηση ενέργειας με την καύση τους είτε για παραγωγή ηλεκτρισμού είτε για παραγωγή τσιμέντου
Επειδή η κάθε υπόχρεα επιχείρηση είναι σχεδόν αδύνατο να φροντίσει από μόνη της να διαχειρίζεται τις συσκευασίες της σε όλες τις χώρες τις Ευρώπης έχουν αναπτυχθεί συλλογικά συστήματα διαχείρισης των συσκευασιών. Οι φορείς που λειτουργούν αυτά τα συστήματα συλλέγουν χρήματα από τις υπόχρεες επιχειρήσεις και τα διαθέτουν σε εταιρείες διαχείρισης απορριμμάτων που αναλαμβάνουν την ευθύνη να διαχειριστούν εμπεριστατωμένα τις συσκευασίες. Σε όλες τις χώρες τις Ευρώπης αυτό επιτεύχθηκε με μεγάλη εμπλοκή του ιδιωτικού τομέα και με πρωτοβουλίες των ίδιων των υπόχρεων εταιρειών που έχουν και το βάρος της εφαρμογής του Νόμου αλλά και επωμίζονται το κόστος της διαχείρισης των υλικών. Το σύστημα ή τα συστήματα που επιλέγονται και εγκρίνονται πιστοποιούνται ώστε να δικαιούνται συλλογικά να αναλαμβάνουν με συγκεκριμένες δράσεις τη διαχείριση συσκευασιών.
Τα πιο πάνω πολύ στενά χρονικά περιθώρια του Νόμου θα έπρεπε να χτυπήσουν ως καμπανάκι στα αυτιά των υπόχρεων επιχειρήσεων (συσκευαστών, εισαγωγέων κ.α.) και να τους σπρώξει να αρχίσουν άμεσα δουλειά για την επιλογή των σχετικών δράσεων.
Οι υπόχρεες επιχειρήσεις είναι αυτές που θα επωμιστούν σύντομα το κόστος των δράσεων που θα επιλεγούν και θα έπρεπε να ανησυχούν για το ποιες επιλογές θα γίνουν. Ενέργειες και επιλογές ως προς το διαχωρισμό στην πηγή (στο επίπεδο δηλαδή του νοικοκυριού), τη συλλογή, μεταφορά, περαιτέρω διαχωρισμό και αξιοποίηση των υλικών θα επηρεάσουν τόσο τις προοπτικές επιτυχίας της όλης προσπάθειας και της επίτευξης των συγκεκριμένων στόχων όσο και το κόστος που θα κληθούν να καταβάλλουν οι επιχειρήσεις ανά κιλό υλικού συσκευασίας που τοποθετούν στην αγορά.
Για να είναι εφικτές για παράδειγμα οι πλείστες δράσεις αξιοποίησης των υλικών συσκευασίας χρειάζεται τα διάφορα υλικά συσκευασίας να είναι χωρισμένα και καθαρά ανά κατηγορία. Επειδή όμως το κόστος διαχωρισμού των υλικών συσκευασίας ανά κατηγορία όταν αυτά είναι ανάμεικτα με τα υπόλοιπα οργανικά (φαγώσιμα) απόβλητα είναι πολύ μεγάλο και κάποια υλικά καταστρέφονται, χρειάζεται να υιοθετηθεί ένα σύστημα διαχωρισμού των υλικών συσκευασίας στην πηγή (στο νοικοκυριό δηλαδή). Είναι ιδιαίτερα σημαντικό οι υπόχρεες επιχειρήσεις να έχουν έγκαιρη εμπλοκή στις διαδικασίες και την επιλογή των μεθόδων διαχωρισμού ώστε να διασφαλιστεί ότι θα επιλεγούν οι πιο ορθολογιστικές και οικονομικά αποδοτικές λύσεις διαχωρισμού λαμβάνοντας πάντα υπόψη τις δυνατότητες ή τις δυσκολίες αξιοποίησης του κάθε υλικού στην Κύπρο.
Αν για παράδειγμα για την αξιοποίηση του οποιοδήποτε υλικού συσκευασίας επιλεγεί μια ακριβή μέθοδος έναντι κάποιον άλλων πιο φθηνών μεθόδων, το επιπρόσθετο κόστος θα βαρύνει αυτούς που χρησιμοποιούν αυτό το υλικό ως συσκευασία για τα προϊόντα τους. Αν κατ’ επέκταση ο τρόπος που θα επιλεγεί να συλλέγονται ή να διαχωρίζονται τα υλικά είναι πιο ακριβός από κάποιους άλλους τρόπους τότε το επιπρόσθετο κόστος θα βαρύνει και πάλι αυτούς που τοποθετούν τις συσκευασίες στην αγορά. Άρα οι πρώτοι που θα έπρεπε να ανησυχούν για τις επιλογές των σχετικών δράσεων είναι οι υπόχρεες επιχειρήσεις. Και η ιδιωτική πρωτοβουλία μέσα από την ευελιξία και την εφευρετικότητα που αποδεδειγμένα διαθέτει θα ήταν η πιο κατάλληλη για να εξεύρει τις πιο εφικτές και οικονομικές λύσεις για τα πιο πάνω θέματα.
ΜΕΡΟΣ Β
Για να είναι όμως δυνατή η παρέμβαση των υπόχρεων επιχειρήσεων και να έχει ουσία και περιεχόμενο ώστε άμεσα να μπορεί να επηρεάσει και να επιταχύνει τα τεκταινόμενα θα πρέπει να είναι συλλογική και συστηματική. Η κάθε επιχείρηση από μόνη της, ακόμα και να το θέλει, θα είναι δύσκολο αν όχι και ανέφικτο να αναπτύξει λύσεις ή να επηρεάσει τα πράγματα ώστε να επισπεύσει τις διαδικασίες και να οδηγήσει στην επιλογή των πιο αποδοτικών λύσεων. Αυτό πιστεύουμε μπορεί να επιτευχθεί μόνο αν στην κορυφή της όλης προσπάθειας τεθεί ένα συλλογικό όργανο που να εκφράζει μέσα από τις τάξεις του τις πλείστες εκ των επηρεαζόμενων επιχειρήσεων. Ως τέτοιο οργανισμό θεωρούμε το ΚΕΒΕ που έχει ήδη αναπτύξει σχετική πρωτοβουλία με τη διοργάνωση σεμιναρίων σχετικά με το θέμα των συσκευασιών και παρουσιάσεων της Νομοθεσίας των συσκευασιών στις επιχειρήσεις.
Για να μπορέσει όμως το ΚΕΒΕ, ή ο όποιος παρόμοιος οργανισμός, να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις επιτυχίας της προσπάθειας για τη δημιουργία ενός συλλογικού φορέα συσκευασιών και να δώσει έγκαιρα τις πιο αποδοτικές λύσεις πετυχαίνοντας και την τήρηση των χρονοδιαγραμμάτων θα πρέπει άμεσα να αρχίσει σκληρή δουλειά. Η ετοιμασία που χρειάζεται θα είναι χρονοβόρα και επίπονη παρά το γεγονός ότι υπάρχει συλλογική εμπειρία σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες την οποία μπορούμε να αξιοποιήσουμε. Οι ιδιαιτερότητες της Κύπρου που προέρχονται από το νησιώτικο χαρακτήρα του κράτους, το μικρό μέγεθος της αγοράς και τη μεγάλη απόσταση που μας χωρίζει από τα κράτη που έχουν μεγάλες βιομηχανίες αξιοποίησης των υλικών συσκευασίας είναι παράγοντες που θα επηρεάσουν σημαντικότατα τις λύσεις που θα επιλεγούν. Στην όποια προσπάθεια οργάνωσης του Φορέα θα πρέπει να μελετηθούν σε λεπτομέρεια όλοι οι σχετικοί παράγοντες και οι ιδιαιτερότητες ώστε οι επιλογές να είναι πρώτον εφικτές και δεύτερον οικονομικά λογικές.
Θα πρέπει επίσης οι οργανωτές του Φορέα από την αρχή να είναι σε επαφή με τις αρμόδιες τοπικές αρχές (Δήμους και Κοινότητες), που έχουν βάση της Νομοθεσίας την ευθύνη για την αποκομιδή των σκυβάλων, ώστε πρώτα να τις ενημερώσουν για τις ανάγκες του συλλογικού συστήματος διαχείρισης των συσκευασιών και κατ΄ επέκταση να βοηθήσουν στην οργάνωση των συστημάτων διαχωρισμού των υλικών στην πηγή, μέσα στους Δήμους και τις Κοινότητες. Αυτό έχει θεμελιώδη σημασία για την επιτυχία της όλης προσπάθειας. Σε διαφορετική περίπτωση, αν η κάθε τοπική αρχή αφεθεί από μόνη της να προχωρήσει στους σχεδιασμούς της ακόμη και αν υποθέταμε ότι υπάρχει η θέληση και η γνώση για τέτοιου είδους σχεδιασμούς το πιο πιθανόν αποτέλεσμα θα είναι ένα μωσαϊκό από συστήματα ανόμοια μεταξύ τους που δεν θα λαμβάνουν κατ’ ανάγκη υπόψη τις ιδιαιτερότητες που προαναφέραμε και θα προκαλούν σύγχυση και αυξημένα κόστα διαχείρισης.
Παρά τα πιεστικά χρονοδιαγράμματα και τις εμφανείς ανάγκες για εγρήγορση όλων των εμπλεκομένων και ιδιαίτερα των επιχειρήσεων που σύντομα θα είναι υπόχρεες για τις συσκευασίες που εισάγουν στην αγορά δυστυχώς παρατηρείται και σε αυτό τον τομέα ένας επικίνδυνος εφησυχασμός. Εφησυχασμός που προκύπτει από το γεγονός ότι η ενημέρωση των επιχειρήσεων για τις αναμενόμενες υποχρεώσεις τους είναι ελλιπείς. Και παρά το γεγονός ότι κάποιες επιχειρήσεις έστω και ελλιπώς έχουν φροντίσει να ενημερωθούν για τις πρόνοιες του σχετικού Νόμου παρακολουθώντας τις όποιες παρουσιάσεις οργανώθηκαν μέχρι σήμερα, είναι σίγουρο ότι οι πλείστες δεν αντιλαμβάνονται τον ρόλο που μπορούν και πρέπει να παίξουν στην οργάνωση του Φορέα Συλλογικής Διαχείρισης Συσκευασιών. Ούτε αντιλαμβάνονται το επείγον της οργάνωσης και εμπλοκής τους προς αυτή την κατεύθυνση. Πολύ δε περισσότερο δεν αντιλαμβάνονται τα επακόλουθα τις απουσίας τους από τους σχεδιασμούς. Μιας απουσίας που θα έχει άμεσο αντίκτυπο στα κοστολόγια τους αφού θα κληθούν να πληρώσουν το λογαριασμό για τη διαχείριση των υλικών συσκευασίας που εισάγουν στην αγορά χωρίς να έχουν παίξει το σημαντικότατο ρόλο τους στην επιλογή των συστημάτων διαχείρισης των υλικών.
Βαρύτατη είναι και η ευθύνη των συλλογικών σωμάτων των επιχειρήσεων όπως το ΚΕΒΕ, η ΟΕΒ και άλλοι. Ευθύνες που ξεκινούν από την ανάγκη για ορθή και ολοκληρωμένη ενημέρωση των επιχειρήσεων για τις υποχρεώσεις τους, και επεκτείνονται στην ανάγκη για δημιουργία κλίματος εγρήγορσης μεταξύ των επιχειρηματιών και οργάνωσης των επιχειρήσεων με τέτοιο τρόπο ώστε να έχουν δυνατότητα έγκαιρης εμπλοκής στις διαδικασίες. Πολύ περισσότερο τέτοια σώματα μπορούν να παίξουν και το ρόλο των οργανωτών και υποκινητών των επιχειρήσεων για τη δημιουργία του Συλλογικού Φορέα Διαχείρισης Συσκευασιών ώστε να μπορέσει η βιομηχανία να επιτύχει τα χρονοδιαγράμματα που έχουν τεθεί και που δεσμεύουν το κράτος μας έναντι της Ευρωπαϊκής οικογένειας. Για να μπορέσουν να γίνουν τα πιο πάνω χρειάζεται άμεση κινητοποίηση και διάθεση των αναγκαίων πόρων, ανθρώπινων και υλικών από τους πιο πάνω οργανισμούς. Πάνω απ’ όλα όμως χρειάζεται βούληση και σωστή αντίληψη του επείγοντος των αναγκαίων δράσεων.
Το ερώτημα είναι κατά πόσον η σωστή αντίληψη και η βούληση υπάρχουν.
Κυριάκος Παρπούνας