Είναι καλά γνωστό σε όσους ασχολούνται έστω και από απλό ενδιαφέρον με το θέμα του περιβάλλοντος ότι αυτό αποτελεί ίσως το χειρότερο μας, ως κράτος, κεφάλαιο στην πορεία της εναρμόνισης μας με το Ευρωπαϊκό κεκτημένο. Είναι ένας τομέας όπου ξεκινούμε ουσιαστικά σχεδόν από το μηδέν και υπάρχει μπροστά μας μεγάλος δρόμος για να πετύχουμε ένα αποτέλεσμα που να είναι έστω αποδεκτό σε σχέση με τα όσα απαιτούν οι Ευρωπαϊκές οδηγίες.
Στόχος αυτού του άρθρου είναι να ψηλαφίσει ένα πολύ ουσιαστικό τμήμα της περιβαλλοντικής διαχείρισης, αυτό της διαχείρισης των αποβλήτων που ταλανίζει ιδιαίτερα τον τόπο μας. Έναυσμα για αυτό τον προβληματισμό αποτέλεσε η δημοσίευση στον τύπο αυτή την εβδομάδα της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου για δαπάνη 2 εκατομμυρίων λιρών για την εφαρμογή εναρμονιστικού σχεδίου, όπως αναφέρθηκε, για την ανακύκλωση (ο όρος αυτός επικράτησε στην καθομιλουμένη έναντι του σωστού όρου που είναι η ανακύκληση). Επειδή είναι ήδη γνωστές σε όσους ασχολούνται με το θέμα οι πρόνοιες για τα οικονομικά κίνητρα που περιλαμβάνει το πακέτο των 2 εκατομμυρίων που εγκρίθηκε και επειδή προκύπτουν διάφοροι κίνδυνοι από αυτές τις πρόνοιες θεωρήσαμε σωστό να ασχοληθούμε με το θέμα καταθέτοντας τους προβληματισμούς μας και τις εισηγήσεις μας.
Εκ’ πρώτης, αυτή η απόφαση για παροχή οικονομικών κινήτρων εκ μέρους του κράτους για ενθάρρυνση της ανακύκλωσης ακούγεται ιδιαίτερα θετική. Για όσους γνωρίζουν τα οικονομικά δεδομένα της ανακύκλωσης των απορριμμάτων και τις δυσκολίες που δημιουργούνται λόγο του μικρού μεγέθους της Κυπριακής αγοράς και του νησιώτικου χαρακτήρα του κράτους μας, ο κρατικός παρεμβατισμός με την μορφή οικονομικών κινήτρων φαντάζει ίσως ως ο μόνος τρόπος ενθάρρυνσης της ανακύκλωσης και της αξιοποίησης των απορριμμάτων. Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Πιστεύουμε πως όχι.
Είναι γνωστό ότι η Κύπρος στερείται της δυνατότητας παρουσίας σημαντικών βιομηχανικών μονάδων τοπικής ανακύκλωσης λόγο του μικρού μεγέθους της αγοράς. Οι όποιες φιλότιμες προσπάθειες αναπτύχθηκαν τα τελευταία χρόνια αφορούσαν σχεδόν εξ’ ολοκλήρου την συλλογή και εξαγωγή ανακυκλώσιμων υλικών σε βιομηχανίες του εξωτερικού. Ο νησιώτικος όμως χαρακτήρας του κράτους επιβάλλει επί των υλικών ένα σημαντικότατο κόστος μεταφοράς αυτών των υλικών στις βιομηχανίες του εξωτερικού που καθιστά πολλές φορές την εξαγωγή τους ασύμφορη. Επιπρόσθετα, η σημαντική διακύμανση των τιμών αυτών των υλικών στη διεθνή αγορά ανατρέπει πολλές φορές τα δεδομένα των όποιων επιχειρηματικών προσπαθειών σε αυτό τον τομέα. Είναι αρκετά γνωστές σε όσους ασχολούνται με τον τομέα οι περιπτώσεις πολλών φιλόδοξων επιχειρηματικών πρωτοβουλιών στο παρελθόν που κατέληξαν σε οικονομικές καταστροφές ή το λιγότερο σε αναστολή των εργασιών και παγιοποίηση επενδύσεων λόγω των διακυμάνσεων των τιμών των ανακυκλώσιμων υλικών στη διεθνή αγορά.
Σημαντικότατο τροχοπέδη στην ανάπτυξη του τομέα της ανακύκλωσης, ή καλύτερα της διαχείρισης απορριμμάτων, αποτέλεσε φυσικά και το ίδιο το κράτος με την μέχρι σήμερα πολιτική του ως προς τον τρόπο τελικής εναπόθεσης των απορριμμάτων. Το γεγονός ότι είτε άμεσα είτε έμμεσα επετράπηκε η ανεξέλεγκτη εναπόθεση απορριμμάτων (περιλαμβανομένων και ιδιαίτερα επικίνδυνων και τοξικών αποβλήτων) σε μεγάλο αριθμό ανεξέλεγκτων χωματερών σε όλη την Κύπρο έχει επιβαρύνει σε μεγάλο βαθμό το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζούμε. Αυτό είναι όμως μόνο το ένα κακό που δημιούργησε αυτή η πολιτική. Το πιο πάνω σε συνδυασμό με τον τρόπο διαχείρισης αυτών των χωματερών συνέτεινε σε ένα άλλο μεγάλο δυστύχημα για το περιβάλλον μας, τον συνεχή οικονομικό στραγγαλισμό των όποιων μορφών ορθολογιστικής διαχείρισης των απορριμμάτων. Και εξηγούμαι:
Πρώτα απ’ όλα η ανεξέλεγκτη εναπόθεση των απορριμμάτων στους αγρούς σημαίνει πέραν από την εγκληματική επιβάρυνση του περιβάλλοντος ότι το ολικό κόστος ‘διαχείρισης’ των απορριμμάτων ήταν ιδιαίτερα χαμηλό. Επιπρόσθετα, η όποια ‘διαχείριση’ αυτών των χώρων ανατέθηκε στις τοπικές αρχές οι οποίες εν τη σοφία τους επέλεξαν και πάλι τον πιο φτηνό τρόπο λειτουργίας τους (ανεξέλεγκτη απόρριψη χωρίς κανένα έλεγχο) και τον πιο απλό τρόπο μετακύλισης των κόστων λειτουργίας των χώρων αυτών μέσα από το ετήσιο τέλος σκυβάλων που βάση νόμου χρεώνουν την κάθε οικία και άλλη εγκατάσταση που βρίσκεται στα όρια τους.
Αυτά είχαν ως αποτέλεσμα, να διατηρήσουν μεν το κόστος ‘διαχείρισης’ χαμηλό (πράγμα όχι κατ’ ανάγκη αρνητικό) αλλά και να επιβαρύνουν το περιβάλλον ανεπανόρθωτα και να επιμερίσουν το κόστος ‘διαχείρισης’ ισοπεδωτικά και χωρίς καμιά σχέση με το είδος των απορριμμάτων που η κάθε μονάδα απορρίπτει. Έτσι, με κάποια θεωρητική διανομή του κόστους βάση του όγκου που κάθε μονάδα παράγει, κοστίζει το ίδιο (λίγο) για να απορρίψει κάποιος αθώα αδρανή στερεά απόβλητα και επικίνδυνα βιομηχανικά κατάλοιπα. Κοστίζει επίσης το ίδιο (λίγο) να απορρίψει κάποιος υλικά που δεν επιδέχονται καμιάς μορφής αξιοποίησης με το να απορρίψει υλικά που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν είτε για ανακύκλωση είτε ως καύσιμο για ανάκτηση ενέργειας.
Επιπρόσθετα, μια βιομηχανική μονάδα, για παράδειγμα, ακόμη και αν προχωρήσει στην ουσιαστική αξιοποίηση κάποιων απορριμμάτων της μειώνοντας έτσι τον όγκο των προς απόρριψη απορριμμάτων της, το μόνο όφελος που συνήθως έχει είναι η ηθική ικανοποίηση ότι προστάτεψε το περιβάλλον. Στις πλείστες των περιπτώσεων και με τον τρόπο που οι αρχές χρεώνουν τα τέλη σκυβάλων η βιομηχανία αυτή θα συνέχιζε να πληρώνει το ίδιο τέλος σκυβάλων. Και επειδή, για τους λόγους που αναφέρθηκαν πιο πάνω, η αξιοποίηση απορριμμάτων στην Κύπρο συνήθως κοστίζει περισσότερο από όσα προσφέρει η αξιοποίηση των υλικών, η πιο πάνω βιομηχανία θα είχε πιθανόν και ζημιά από την πιο πάνω ενέργεια της. Γνωρίζοντας όμως ότι πέραν από την ηθική ικανοποίηση των όποιων ευαίσθητων ιδιοκτητών ή διαχειριστών μιας επιχείρησης ο στόχος της κάθε επιχείρησης είναι το κέρδος, οι περιβαλλοντικές ευαισθησίες είτε ελλείπουν είτε σύντομα αναστέλλονται αφού οι συνθήκες της αγοράς και η απρονοησία του κράτους τιμωρεί τους περιβαλλοντικά ευαίσθητους. Παράλληλα, το σύστημα σήμερα φροντίζει ώστε κανένας να μην έχει κίνητρο να μειώσει τα απορρίμματα που παράγει. Πόσο μάλλον να τα αξιοποιήσει πληρώνοντας και από πάνω…
Πως θα μπορούσε όμως τα κράτος απευθείας είτε μέσα από τις τοπικές αρχές να προνοήσει ώστε να μην υπάρχουν τα πιο πάνω αντικίνητρα στην ορθή περιβαλλοντική τακτική. Το θέμα είναι απλό. Αν οι χώροι εναπόθεσης των σκυβάλων ήταν οργανωμένοι τουλάχιστον με μια περίφραξη, μια πύλη με γεφυροπλάστιγκα (ζυγαριά φορτηγών) και ένα άτομο στην πύλη, τότε τα πράγματα θα ήταν πολύ πιο εύκολα. Το κάθε όχημα που θα εισερχόταν στο χώρο θα ζυγιζόταν και έτσι η κατανομή του κόστους ‘διαχείρισης’ θα γινόταν τουλάχιστον βάση του πραγματικού βάρους των απορριμμάτων που απορρίπτονται. Και επειδή οι πλείστες των μεγάλων βιομηχανιών απορρίπτουν με δικά τους μέσα ή με ιδιώτες υπεργολάβους τα απορρίμματα τους θα χρεώνονταν ανάλογα με τις πραγματικές ποσότητες των απορριμμάτων τους και όχι κατά σχετική προσέγγιση όπως γίνεται σήμερα.
Το επόμενο βήμα που θα ήταν και το πιο ουσιαστικό, θα ήταν να ισχύουν διαφορετικές τιμές ανά τόνο ανά υλικό που απορρίπτεται ή ακόμη και απαγόρευση απόρριψης κάποιων υλικών. Έτσι, για παράδειγμα, όσα υλικά είναι γνωστό ότι μπορούν να αξιοποιηθούν είτε για ανακύκλωση είτε ως καύσιμο θα μπορούσαν να έχουν ψηλή τιμή απόρριψης ανά τόνο. Κάποια άλλα υλικά που είναι επικίνδυνα θα απαγορευόταν η απόρριψη τους και το κράτος θα ζητούσε απόδειξη ότι η εταιρεία που τα παράγει τα αυτοδιαχειρίζεται ή αναθέτει σε κάποια αδειούχα μονάδα διαχείρισης να τα διαχειριστεί. Όσο αφορά την εύλογη ερώτηση του πως ο υπεύθυνος της πύλης του χώρου εναπόθεσης θα ξεχωρίζει μέσα από ένα μείγμα απορριμμάτων φορτωμένων σε ένα φορτηγό πόσα υλικά αξιοποιήσιμα υπάρχουν σε σχέση με το σύνολο, υπάρχει και πάλι μια απλή απάντηση. Μπορεί απλά να υπάρχει μια λίστα με τα αξιοποιήσιμα υλικά (χαρτί, μέταλλο, πλαστικό, γυαλί, ξύλο, ύφασμα, κ.α.) και εφόσον ο υπεύθυνος δει τέτοια υλικά σε ένα φορτηγό (έστω και αν δεν είναι εξ΄ολοκλήρου τέτοια), αυτό το φορτηγό να χρεώνεται με την πιο ψηλή τιμή ανά τόνο υλικού που απορρίπτει.
Το αποτέλεσμα των πιο πάνω ενεργειών θα ήταν το πιο ισχυρό κίνητρο τόσο για την αξιοποίηση των υλικών όσο και για την μείωση των απορριμμάτων που απορρίπτονται. Και επειδή οι ενέργειες που απαιτούνται είναι σχετικά απλές θα έπρεπε να είναι τα πρώτα μέτρα που έπρεπε να ληφθούν ώστε να αντιμετωπισθεί το θέμα των απορριμμάτων που παράγονται ή συσσωρεύονται στις διάφορες επιχειρήσεις (βιομηχανίες, εισαγωγικές εταιρείες, καταστήματα κ.α.). Με τα πιο πάνω μέτρα η κάθε επιχείρηση θα έχει κίνητρα:
Α. Να μειώσει όσο το δυνατό τα απορρίμματα της
Β. Να αξιοποιήσει όσα περισσότερα μπορεί η ίδια
Γ. Να τα διαχωρίζει ανά κατηγορία ώστε να αποφεύγει να πληρώνει τα ψηλότερα κόστα απόρριψης
Δ. Να αποτείνεται σε όσους μπορούν να διαχειριστούν τα αξιοποιήσιμα απορρίμματα της και να τους πληρώνει για να τα πάρουν και να τα διαχειριστούν μειώνοντας έτσι τα κόστα απόρριψης των απορριμμάτων της στο χώρο τελικής εναπόθεσης τους.
Πηγαίνοντας τώρα σε ένα άλλο κεφάλαιο, τα δημοτικά απόβλητα που συλλέγουν συνήθως οι Δήμοι και οι Κοινότητες τα πράγματα είναι κάπως πιο πολύπλοκα. Και είναι πολύπλοκα γιατί τα σκύβαλα είναι εντελώς ανάμεικτα και δεν έχουν πλέον την ταυτότητα του παραγωγού τους. Εδώ είναι που χρειάζεται περισσότερο ο παρεμβατισμός του κράτους για να προωθηθούν λύσεις. Παρεμβατισμός όμως σωστός που να καθορίζει στόχους και γενικό πλαίσιο δράσης και όχι να καθορίζει επακριβώς συγκεκριμένες ενέργειες ανεξαρτήτως κόστους και πιθανοτήτων επιτυχίας. Παρεμβατισμός που να θέτει όραμα αλλά να αφήνει ελεύθερο το πεδίο στην ιδιωτική πρωτοβουλία να προσφέρει λύσεις εφικτές και οικονομικά βιώσιμες. Παρεμβατισμό όπως τον εννοεί η Ευρωπαϊκή Ένωση που αφήνει μέσα από τις οδηγίες της πάντα το μήνυμα ότι πρωτεύοντα ρόλο στις διάφορες δράσεις πρέπει να έχει η ιδιωτική πρωτοβουλία.
Στην περίπτωση της Κύπρου, η νομοθεσία μας εναρμονίζεται με ταχύς ρυθμούς με το Ευρωπαϊκό κεκτημένο. Ένας από τους πιο σημαντικούς νόμους σχετικά με τον τρόπο διαχείρισης των αποβλήτων ο οποίος έχει ήδη ψηφιστεί από τον Απρίλιο του 2002 και αποτελεί Νόμο του κράτους είναι ο Νόμος περί Συσκευασιών και Αποβλήτων Συσκευασιών του 2002 βάση της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 94/62 ΕΚ. Ο Νόμος είναι σημαντικός γιατί οι συσκευασίες αποτελούν περίπου το 40% κατά όγκο των αποβλήτων που παράγει μια ανεπτυγμένη καταναλωτική κοινωνία όπως η Κυπριακή. Η φιλοσοφία γενικά που διέπει αυτή και άλλες οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ότι αυτός που ρυπαίνει πρέπει να πληρώνει και για την αποκατάσταση της ρύπανσης που δημιουργεί ή αλλιώς για τη διαχείριση των απορριμμάτων που παράγει (γνωστή ως η αρχή του ‘Ο ρυπαίνων πληρώνει’).
Ο Νόμος σε γενικές γραμμές προνοεί ότι ευθύνη για τη διαχείριση των αποβλήτων συσκευασιών έχουν οι επιχειρήσεις που παράγουν, χρησιμοποιούν ή διακινούν συσκευασίες για να προωθήσουν τα προϊόντα τους. Η διαχείριση των συσκευασιών μπορεί να γίνει μέσα από διάφορες δράσεις όπως η επαναχρησιμοποίηση, η ανακύκλωση, η ανάκτηση ενέργειας κ.α. Για να είναι εφικτές οι πλείστες από αυτές τις δράσεις χρειάζεται τα διάφορα υλικά συσκευασίας να είναι χωρισμένα και καθαρά ανά κατηγορία. Επειδή όμως το κόστος διαχωρισμού των υλικών συσκευασίας ανά κατηγορία όταν αυτά είναι ανάμεικτα με τα υπόλοιπα οργανικά (φαγώσιμα) απόβλητα είναι πολύ μεγάλο και κάποια υλικά καταστρέφονται, χρειάζεται να υιοθετηθεί ένα σύστημα διαχωρισμού των υλικών συσκευασίας στην πηγή (στο νοικοκυριό δηλαδή).
Ο Νόμος θέτει παράλληλα και συγκεκριμένους ποσοτικούς και χρονικούς στόχους ανάκτησης και αξιοποίησης των συσκευασιών οι οποίοι μπορούν αν συνοψιστούν στα ακόλουθα:
Μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου του 2005 θα πρέπει:
• Να συλλέγονται και να διαχωρίζονται (ανάκτηση υλικών) το 50 – 65% κατά βάρος των αποβλήτων υλικών συσκευασίας
• Να ανακυκλώνεται το 25-45% του συνόλου των συσκευασιών
• Να ανακυκλώνεται το 15% τουλάχιστον του κάθε υλικού συσκευασίας
• Τα υπόλοιπα που θα συλλέγονται βάση της πρώτης πρόνοιας και δεν θα ανακυκλώνονται μπορούν να αξιοποιηθούν με την ανάκτηση ενέργειας με την καύση τους είτε για παραγωγή ηλεκτρισμού είτε για παραγωγή τσιμέντου.
Επειδή η κάθε υπόχρεα επιχείρηση είναι σχεδόν αδύνατο να φροντίσει από μόνη της να διαχειρίζεται τις συσκευασίες της σε όλες τις χώρες τις Ευρώπης έχουν αναπτυχθεί συλλογικά συστήματα διαχείρισης των συσκευασιών. Οι φορείς που λειτουργούν αυτά τα συστήματα συλλέγουν χρήματα από τις υπόχρεες επιχειρήσεις και τα διαθέτουν σε εταιρείες διαχείρισης απορριμμάτων που αναλαμβάνουν την ευθύνη να διαχειριστούν εμπεριστατωμένα τις συσκευασίες. Σε όλες τις χώρες τις Ευρώπης αυτό επετεύχθηκαι με μεγάλη εμπλοκή του ιδιωτικού τομέα και με πρωτοβουλίες των ίδιων των υπόχρεων εταιρειών που έχουν και το βάρος της εφαρμογής του Νόμου αλλά και το κόστος της διαχείρισης.
Η Υπηρεσία Περιβάλλοντος του Υπουργείου Γεωργίας Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος γνωρίζοντας τα πιο πάνω έχει ήδη ανακοινώσει ότι μέχρι τον Απρίλιο του 2003 θα πρέπει να υποβληθούν προτάσεις προς το κράτος για την οργάνωση συστημάτων συλλογικής διαχείρισης συσκευασιών. Το σύστημα ή τα συστήματα που θα επιλεγούν και θα εγκριθούν θα πιστοποιηθούν ώστε να δικαιούνται συλλογικά να αναλαμβάνουν με συγκεκριμένες δράσεις τη διαχείριση συσκευασιών.
Τα πιο πάνω στενά χρονικά περιθώρια τόσο του Νόμου όσο και της ανάγκης για υποβολή των συλλογικών συστημάτων διαχείρισης συσκευασιών θα έπρεπε να χτυπήσουν ως καμπανάκι στα αυτιά των υπόχρεων επιχειρήσεων (συσκευαστών, εισαγωγέων κ.α.) και να τους σπρώξει να αρχίσουν δουλειά για την επιλογή των σχετικών δράσεων.
Οι υπόχρεες επιχειρήσεις είναι αυτές που θα επωμιστούν το κόστος των δράσεων που θα επιλεγούν και θα έπρεπε να ανησυχούν για το ποιες επιλογές θα γίνουν. Ενέργειες και επιλογές ως προς το διαχωρισμό στην πηγή, την συλλογή, μεταφορά, περαιτέρω διαχωρισμό και αξιοποίηση των υλικών θα επηρεάσουν τόσο τις προοπτικές επιτυχίας και επίτευξης των στόχων όσο και το κόστος που θα κληθούν να καταβάλλουν οι επιχειρήσεις ανά κιλό υλικού συσκευασίας που τοποθετούν στην αγορά.
Αν για παράδειγμα για την αξιοποίηση του γυαλιού επιλεγεί μια ακριβή μέθοδος έναντι κάποιον άλλων πιο φθηνών μεθόδων, το κόστος θα βαρύνει αυτούς που χρησιμοποιούν το γυαλί ως συσκευασία για τα προϊόντα τους. Αν για παράδειγμα ο τρόπος που θα επιλεγεί να συλλέγονται ή να διαχωρίζονται τα υλικά είναι πιο ακριβώς από κάποιους άλλους τρόπους τότε το επιπρόσθετο κόστος θα βαρύνει πάλι αυτούς που τοποθετούν τις συσκευασίες στην αγορά. Άρα οι πρώτοι που θα έπρεπε να ανησυχούν για τις επιλογές των σχετικών δράσεων είναι οι υπόχρεες επιχειρήσεις. Και η ιδιωτική πρωτοβουλία μέσα από την ευελιξία και την εφευρετικότητα που αποδεδειγμένα διαθέτει θα ήταν η πιο κατάλληλη για να εξεύρει τις πιο εφικτές και οικονομικές λύσεις για τα πιο πάνω θέματα.
Το κράτος ορθά (μέσα από την Ευρωπαϊκή καθοδήγηση) έθεσε με το Νόμο το γενικό πλαίσιο και τους στόχους και ορθά επίσης καθόρισε ημερομηνία υποβολής των συλλογικών συστημάτων διαχείρισης συσκευασιών. Εκεί που το κράτος προχώρησε στο επόμενο βήμα του παρεμβατισμού του είναι που δημιουργούνται οι εν δυνάμει κινδύνοι για εκτροπή και υιοθέτηση λύσεων ανέφικτων ή ιδιαίτερα δαπανηρών ή και τα δύο. Το κράτος θα έπρεπε λογικά άμεσα να προχωρούσε σε έντονη και συστηματική ενημέρωση των υπόχρεων για το νέο Νόμο και να προέτρεπε τους υπόχρεους να ενεργοποιηθούν με κάθε μέσο ώστε να επιλέξουν συστήματα και λύσεις. Αντ΄ αυτού το κράτος έρχεται με το πακέτο κινήτρων όχι απλώς να διαθέσει κονδύλια για υποβοήθηση των φορέων που θα εμπλακούν (Δήμοι, συμπλέγματα Δήμων, εταιρείες ανακύκλωσης κτλ.) αλλά να διαθέσει κονδύλια για συγκεκριμένες δράσεις με συγκεκριμένες κατευθύνσεις όπως τις έχουν κεντρικά σχεδιάσει.
Το πακέτο κινήτρων για την ανακύκλωση που υιοθέτησε το Υπουργικό Συμβούλιο εάν είναι αυτό που πρόσφατα είχε γνωστοποιήσει η Υπηρεσία Περιβάλλοντος σε παρουσιάσεις που διοργανώθηκαν για το σχετικό Νόμο περιλαμβάνει τα ακόλουθα:
1. Συγκεκριμένο ποσό για αγορά από τους Δήμους 800 κάδων συγκεκριμένου τύπου (1 μ3) διατεταγμένους σε νησίδες ανακύκλωσης σε διάφορα σημεία των Δήμων για διαχωρισμό των υλικών σε κατηγορίες από τους Δημότες (πλαστικό, χαρτόνι, λευκό και χρωματιστό γυαλί, αλουμίνιο)
2. Συγκεκριμένο ποσό για αγορά και τοποθέτηση 80 κάδων (16 μ3) σε κεντρικά σημεία
3. Συγκεκριμένο ποσό για τη δημιουργία 2 κέντρων διαλογής υλικών (ένα στη Λευκωσία και ένα στη Λεμεσό)
4. Συγκεκριμένο ποσό για τη μεταφορά των κάδων 1 μ3 από τις νησίδες στα κέντρα διαλογής
5. Συγκεκριμένο ποσό για τη μεταφορά των κάδων 16 μ3 από τα κεντρικά σημεία συλλογής στα κέντρα διαλογής
6. Συγκεκριμένο ποσό ανά εταιρεία ανακύκλωσης ως δημόσια ενίσχυση de minimis.
Το σύστημα των νησίδων είχε επιλεγεί και αποτέλεσε μέρος πιλοτικού προγράμματος που χρηματοδοτήθηκε από το πρόγραμμα Life της Ευρωπαϊκής Ένωσης και υλοποιήθηκε σε πέντε Δήμους στις διάφορες επαρχίες. Είναι ένα σύστημα που προϋποθέτει αρκετή προσπάθεια, πειθαρχία και σημαντική αλλαγή στη νοοτροπία του κοινού στον τρόπο που μαζεύει και αποθηκεύει τα απορρίμματα του. Είναι επίσης ένα σύστημα που βρίσκει κάποια εφαρμογή σε χώρες με κοινό με πολύ αυξημένη περιβαλλοντική ευαισθησία που έχει χρόνια κτίσει μια περιβαλλοντική συνείδηση.
Επειδή τα πιο πάνω δεν μπορεί να υποθέσουμε ότι ισχύουν και στην Κύπρο, το εγχείρημα ήταν πολύ δύσκολο να πετύχει. Παρά τη φιλότιμη προσπάθεια όσων ασχολήθηκαν τα ποσοστά επιτυχίας ήταν πολύ χαμηλά. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο που αρκετές χώρες με παρόμοια μεσογειακή κουλτούρα όπως η Ιταλία και η Ελλάδα έχουν εγκαταλείψει τέτοια συστήματα και υλοποιούν πολύ πιο απλοποιημένα συστήματα δύο ροών ή όπως αποκαλούνται πιο απλά δύο σακουλιών απορριμμάτων (ένα με ανακυκλώσιμα υλικά και ένα με τα υπόλοιπα).
Ένα άλλο ερώτημα που δημιουργείται είναι γιατί να πάμε σε ένα πολύπλοκο σύστημα πολλαπλών ροών (με μειωμένες πιθανότητες επιτυχίας) αφού θα πρέπει έτσι και αλλιώς όπως φαίνεται (και σωστά προνοείται) από τα κονδύλια να δημιουργηθούν μονάδες διαλογής των ανακυκλώσιμων υλικών. Τα ανακυκλώσιμα υλικά θα μπορούσαν πολύ πιο απλά για το κοινό να μπαίνουν σε μια σακούλα ανάμεικτα, να συλλέγονται με απορριμματοφόρα οχήματα από πόρτα σε πόρτα όπως γίνεται κατά κόρων σήμερα με τα όλα τα απορρίμματα και να μεταφέρονται στις Μονάδες Διαλογής όπου θα διαχωρίζονται ανά κατηγορία. Επίσης γνωρίζοντας ότι αρκετά από αυτά τα υλικά λόγω των ιδιαιτεροτήτων που αναφέρθησαν πιο πριν (μικρό μέγεθος της αγοράς κ.α.) θα αξιοποιούνται με καύση για ανάκτηση ενέργειας δεν είναι λογικό να αναγκάζεται το κοινό να τα διαχωρίζει (σε όσο βαθμό θα τα διαχωρίζει) και μετά να ξανασμίγονται για να αποτελέσουν ισορροπημένο καύσιμο για την παραγωγή ενέργειας ή τσιμέντου.
Εν κατακλείδι, πιστεύουμε ότι το κράτος θα ήταν καλό να επικεντρωθεί στους ρόλους που του αρμόζουν και να χρησιμοποιήσει την επιρροή και την οικονομική του ενίσχυση για την ενεργοποίηση αυτών των δυνάμεων της αγοράς που μπορούν και πρέπει να δώσουν λύσεις στα περιβαλλοντικά προβλήματα και τις δεσμεύσεις του κράτους. Οι προσπάθειες ανορθόδοξου παρεμβατισμού και ποδηγέτησης των λύσεων είναι επικίνδυνες, αποκοιμίζουν αυτούς που έπρεπε να έχουν ήδη αναλάβει δράση (υπόχρεες εταιρείες), θέτουν υπό αμφισβήτηση την ουσιαστική εναρμόνιση με το κεκτημένο και μπορεί να αφήσουν την Κύπρο εκτεθειμένη έναντι της Ευρώπης σε μια κρίσιμη φάση στην πορεία μας για την ένταξη μας στην Ένωση.
Κυριάκος Παρπούνας